MEPOΣ III

Η διαδικασία της ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας

 

Η αναπτυξιακή διαδικασία μπορεί να εξετασθεί από την άποψη κατά την οποία οι στιγμές της [τα συστατικά στοιχεία της, οι συνιστώσες της] θεωρούνται ως ταυτοχρόνως δεδομένες (λογική πτυχή) και από την άποψη της πραγματοποίησης αυτής της ανάπτυξης στο χρόνο (ιστορική πτυχή). Η λογική και η ιστορική εξέταση είναι εσωτερικά αλληλένδετες, εσωτερικά ενιαίες: η μεν διαλεκτική - υλιστική εξέταση των στιγμών της αναπτυξιακής διαδικασίας ως ταυτοχρόνως δεδομένων συνιστά την απεικόνιση της ανάπτυξής της στο χρόνο σε ανηρημένη μορφή, η δε ανάπτυξη στο χρόνο συνιστά την ανάπτυξη ακριβώς αυτής, και όχι κάποιας άλλης διαδικασίας και, συνεπώς, των στιγμών [των συνιστωσών] αυτής [της διαδικασίας] ως ταυτοχρόνως δεδομένων. Επιπλέον, η εσωτερική ενότητα λογικής και ιστορικής εξέτασης δεν υφίσταται ως απόλυτη ταυτότητα. Πρόκειται για μια ταυτότητα εν εαυτή διακεκριμένη*, γεγονός που επιτρέπει και τον σχετικά αυτοτελή εντοπισμό λογικής και ιστορικής θεώρησης.

Η ανακάλυψη της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας από τους Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, επέτρεψε την κατανόηση της ιστορίας ως φυσικοϊστορικής διαδικασίας, ως διαδικασίας εκπληρούμενης κατ’ αναγκαιότητα, νομοτελώς και αυτοστιγμεί χάρη στη δραστηριότητα των ανθρώπων, οι οποίοι έχουν ελευθερία επιλογής, ελευθερία βούλησης (ο χαρακτήρας και ο βαθμός αυτής της ελευθερίας διαφέρει από βαθμίδα σε βαθμίδα της ιστορικής ανάπτυξης).

Η κατανόηση της διαδικασίας της ιστορικής ανάπτυξης  απαιτεί τον προσδιορισμό της μεταβολής της στο χρόνο και μάλιστα, εφ’ όσον η ανάπτυξη είναι νομοτελής, η μεταβολή αυτή οφείλει να πραγματοποιείται με κάποια αναγκαία κατεύθυνση. Αυτή η νομοτελής ανάπτυξη δεν αποκλείει την δραστηριότητα των ανθρώπων ως ενσυνείδητων όντων. Τουναντίον, η ιστορική ανάπτυξη της κοινωνίας αποτελεί τη συναθροιζόμενη από τη δραστηριότητα των ανθρώπινων μαζών συνισταμένη.

Η ιστορία της κοινωνίας δεν μπορεί να είναι απαλλαγμένη από τυχαιότητες, τεθλασμένες [πορείες], διακοπές του βαθμιαίου κλπ... όμως, παρά ταύτα, εάν πάρουμε μιαν αρκούντως παρατεταμένη περίοδο (η διάρκεια αυτής της περιόδου κυμαίνεται σε συνάρτηση με τις εκάστοτε συγκεκριμένες συνθήκες), θα αποκαλυφθεί η κατεύθυνση της ανάπτυξης, η οποία διανοίγει το δρόμο της διαμέσου όλων των τυχαιοτήτων, των τεθλασμένων, των διακοπών, κλπ...

Για τον εντοπισμό των χαρακτηριστικών κάθε ιστορικής αναπτυξιακής διαδικασίας είναι αναγκαία η εξέταση της γενικής της κατεύθυνσης, δηλαδή της αρχής της [εν λόγω] διαδικασίας, των σταδίων τα οποία διανύει, καθώς και των «μηχανισμών» της μετάβασης από το ένα στάδιο στο άλλο, της ιδιοτυπίας, της διαδοχικότητας και της κατεύθυνσης της αναπτυξιακής διαδικασίας συνολικά αλλά και των σταδίων [των ιστορικών περιόδων] της.

Έχει ιδιαίτερη σημασία να υπογραμμίσουμε ότι με τη δήλωσή μας για την ύπαρξη ορισμένης κατεύθυνσης της ανάπτυξης, εντοπίζουμε την κύρια κατεύθυνση της ανάπτυξης, κάνοντας αφαίρεση από το γεγονός, ότι παραπλεύρως της κύριας κατεύθυνσης μπορούν να υπάρξουν και άλλες, [και] ότι μεταξύ αυτών και της κύριας κατεύθυνσης μπορεί να υπάρχει αλληλεπίδραση.

Η κοινωνία συνιστά ένα «οργανικό» όλο, το οποίο διανύει κατά την ανιούσα, κατά την προοδευτική του ανάπτυξη μια σειρά σταδίων, βαθμίδων και ιστορικών περιόδων. Η πραγματική, η υπαρκτή ιστορία της  κοινωνίας δεν συνιστά την διαδικασία της ανάπτυξης του «οργανικού» όλου σε καθαρή μορφή. Πλην όμως, για να κατανοήσουμε όλη την περιπλοκότητα της ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας είναι απαραίτητη η διάκριση σε «καθαρή» μορφή προ παντός της κύριας κατεύθυνσης αυτής της ανάπτυξης και μόνο στη συνέχεια [θα μπορέσουμε] να εντάξουμε στο πεδίο της εξέτασης τις όποιες περιπλέκουσες και τροποποιούσες [αυτή την κύρια κατεύθυνση] περιστάσεις.

Η κοινωνική μορφή της κίνησης διαφέρει ποιοτικώς από την βιολογική μορφή της κίνησης. Πλην όμως η κοινωνία ανακύπτει από τη φύση και μάλιστα κατά τον εγγύτερο τρόπο από τη βιολογική μορφή της κίνησης.

Εφ’ όσον η κοινωνία συνιστά ένα «οργανικό» όλο, και η ιστορία της κοινωνίας θα πρέπει να χωρισθεί στα στάδια, στις βαθμίδες εκείνες, τις οποίες διανύει κατά την ανάπτυξή του κάθε «οργανικό» όλο.

1.  Η αρχή της διαδικασίας της ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας, δηλ. ο σχηματισμός των ιστορικών προϋποθέσεων της κοινωνίας, η μορφοποίηση του κοινωνικού στα σπλάχνα του βιολογικού, του φυσικού εν γένει. Κατά το εν λόγω στάδιο ανακύπτουν οι προϋποθέσεις εμφάνισης της κοινωνίας χωρίς ακόμα να υπάρχει η ίδια η κοινωνία.

2. Η πρωταρχική εμφάνιση της κοινωνίας. Εδώ εντάσσεται το πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα.

3.   Η διαμόρφωση της κοινωνίας. Προχωρεί η διαδικασία του μετασχηματισμού της κληροδοτημένης φυσικής βάσης από την εμφανισθείσα κοινωνία. Η διαμόρφωση της κοινωνίας εμπεριέχει όλους τους ταξικούς – ανταγωνιστικούς σχηματισμούς.

4.  Η ωριμότητα της κοινωνίας. Εδώ ο μετασχηματισμός της κληροδοτημένης από τη φύση βάσης (εννοείται των γήινων συνθηκών, της «γήινης κοιτίδας» της ιστορίας) έχει ολοκληρωθεί. Η φυσική βάση ουσιωδώς μετασχηματισμένη έχει ενταχθεί ως στιγμή στην διαδικασία της ανάπτυξης της κοινωνίας. Ώριμη κοινωνία είναι ο κομμουνιστικός σχηματισμός.

Έτσι έχουν τα στάδια, οι βαθμίδες της ανοδικής πορείας της ανάπτυξης της κοινωνίας ως «οργανικού» όλου. Θεωρούμε ότι τα τρία πρώτα στάδια απαρτίζουν το γίγνεσθαι της ανθρώπινης κοινωνίας.1

Κατά το στάδιο του σχηματισμού των ιστορικών προϋποθέσεων της κοινωνίας κυριαρχούν ολοσχερώς οι φυσικές νομοτέλειες. Εδώ η πηγή της ανάπτυξης πρέπει να αναζητείται στην ανάπτυξη της φύσης. Κατά το στάδιο της πρωταρχικής εμφάνισης της κοινωνίας μορφοποιείται και αρχίζει να δρα μια κατ’ αρχήν νέα πηγή της ανάπτυξης: η κοινωνική. Άγων, κύριος παράγων της ανάπτυξης από την εμφάνιση του ανθρώπου ως νέου βιολογικού είδους γίνεται ο κοινωνικός και όχι ο φυσικός παράγων. Βεβαίως ο φυσικός παράγων, η φυσική βάση, μόλις αρχίζει να μετασχηματίζεται από τη νέα διαδικασία. Κατά το στάδιο της διαμόρφωσης της κοινωνίας εξακολουθεί ο μετασχηματισμός της φυσικής βάσης, πλην όμως, η φυσική βάση παραμένει κατά το μάλλον ή ήττον μη μετασχηματισμένη και συνεπώς, η νέα ουσία αν και αποτελεί τον κύριο, τον άγοντα παράγοντα της ανάπτυξης, ακόμα δεν κυριαρχεί με την έννοια, ότι δεν έχει μετασχηματισθεί μέχρι τέλους η κληροδοτημένη διαδικασία, η φυσική βάση.

Κατά το στάδιο της ωριμότητας της κοινωνίας ο κοινωνικός παράγοντας γίνεται πλέον όχι μόνον άγων, αλλά και άμεσα κυρίαρχος.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στο πρώτο στάδιο η πηγή της ανάπτυξης βρίσκεται στη φύση, στο δεύτερο στάδιο ανακύπτει η κοινωνική πηγή της ανάπτυξης, και μάλιστα αναδεικνύεται αμέσως σε άγουσα. Χάρη στην εμφάνιση αυτού του κατ’ αρχήν νέου παράγοντα, και ως εκδήλωση αυτού του παράγοντα, μορφοποιείται η αλληλεπίδραση μεταξύ αυτού και του φυσικού παράγοντα. [Εδώ] κυριαρχεί η αλληλεπίδραση κοινωνικού και φυσικού παράγοντα, προεξάρχοντος του κοινωνικού. Στο τρίτο στάδιο, ο εμφανισθείς κοινωνικός παράγων εξακολουθεί να είναι ο άγων, ο κύριος. Στο τέταρτο στάδιο, ο κοινωνικός παράγων έχει υπαγάγει πλήρως τον φυσικό και μόνο σε αυτό το στάδιο κυριαρχεί πλέον ολοσχερώς, γεγονός που σημαίνει ότι μόνον εφεξής κυριαρχεί ολοσχερώς η αυτοκίνηση, η αυτοανάπτυξη της κοινωνίας, η αλληλεπίδραση των ανθρώπων ως αυτοσκοπός, η ανάπτυξη της ουσίας του ανθρώπου ως αυτοσκοπός. Εδώ γίνεται λόγος για τη «γήινη» ύπαρξη της ανθρωπότητας. Ήδη όμως από το τελευταίο στάδιο της διαμόρφωσης δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για τη «διαστημική» ύπαρξη της ανθρωπότητας, για έναν διαστημικό πολιτισμό και για μια νέα σπείρα [της ελικοειδούς ανάπτυξης] της αλληλεπίδρασης της ανθρωπότητας με τη φύση.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Η αρχή της διαδικασίας της ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας και η πρωταρχική εμφάνιση της κοινωνίας

 

Χρειάζεται κατ’ αρχήν να διακριβώσουμε το νόημα της έννοιας «αρχή». Εδώ δεν θα χρησιμοποιούμε αυτή την έννοια με τη σημασία με την οποία συνήθως χρησιμοποιείται. Συνήθως, ως «αρχή» εννοείται το πρώτο στάδιο ανάπτυξης κάποιου αντικειμένου, κάποιας διαδικασίας, το λιγότερο ανεπτυγμένο  στάδιο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ταυτίζονται, κατά τη γνώμη μας, δύο διαφορετικά στάδια: το στάδιο της διαμόρφωσης των ιστορικών προϋποθέσεων της εν λόγω διαδικασίας, του αντικειμένου και το στάδιο της πρωταρχικής του εμφάνισης. Και τότε, εκ των πραγμάτων, αρχή αποκαλείται η πρωταρχική εμφάνιση της ουσίας του αντικειμένου, της διαδικασίας.

Εμείς αποκαλούμε αρχή το στάδιο του σχηματισμού των ιστορικών προϋποθέσεων της υπό εξέταση διαδικασίας, του αντικειμένου, δηλ. το στάδιο εκείνο, κατά το οποίο η ουσία αυτής της διαδικασίας δεν έχει ακόμα εμφανισθεί. Φυσικά, η εμμονή στην ταύτιση αυτών των δύο σταδίων είναι εξ ίσου άτοπη με την απόσπασή τους. Η αρχή της διαδικασίας εφ’ όσον επιτύχει την ύψιστη ανάπτυξή της, μεταβάλλεται ως προς το ποιόν και την ουσία της. Επιτυγχάνοντας την ανώτερη ανάπτυξή του το στάδιο της αρχής της διαδικασίας μετατρέπεται στο στάδιο της πρωταρχικής εμφάνισης της ουσίας του. Παραδείγματος χάριν, οι εμπορευματικές – χρηματικές σχέσεις μπορούν να υφίστανται και υφίστανται προ της κεφαλαιοκρατίας. Αποτελούν την αρχή των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων. Εφ’ όσον όμως γίνουν καθολικές, κυρίαρχες, υπάγοντας πλήρως στον εαυτό τους την εργασιακή διαδικασία, την παραγωγή, την εργασιακή δύναμη και τα μέσα παραγωγής, μετατρέπονται σε κεφαλαιοκρατικές.

Εκτός αυτού, συνήθως παρατηρείται σύγχυση της αρχής με την απλούστατη σχέση. Ωστόσο, η απλούστατη σχέση είναι η αρχή σε εκείνη την ανηρημένη, την μετασχηματισμένη μορφή, με την οποία η αρχή διατηρείται όταν μορφοποιείται η ουσία του αντικειμένου. Συνεπώς, η αρχή προ-υπάρχει της διαδικασίας την αρχή της οποίας αποτελεί, ταυτοχρόνως, αποτελεί την αρχή ακριβώς αυτής και όχι κάποιας άλλης διαδικασίας, συνιστά το σύνολο των αναγκαίων και ικανών ιστορικών προϋποθέσεων για την πρωταρχική εμφάνιση αυτής της ουσίας, της διαδικασίας, του αντικειμένου. Ο προσδιορισμός των αναγκαίων και ικανών προϋποθέσεων για την πρωταρχική εμφάνιση της ουσίας κάποιας διαδικασίας, είναι εφικτός μόνον έχοντας ήδη υπ’ όψιν την εμφανισθείσα ουσία της, είδ’ άλλως είναι άγνωστο περί των προϋποθέσεων τίνος γίνεται λόγος, και συνεπώς, δεν μπορεί καν να γίνεται λόγος περί προϋποθέσεων. Κατά την έκθεση των αποτελεσμάτων της έρευνας της αρχής,  προϋποτίθεται ότι ήδη υπάρχει κάποια αντίληψη περί του αντικειμένου, την αρχή του οποίου αυτή αποτελεί. Δεδομένου ότι εξετάσαμε την απλούστατη σχέση της κοινωνίας, δηλ. την αρχή σε εκείνη τη μετασχηματισμένη μορφή, με την οποία αυτή υφίσταται παρούσης της σχηματισμένης [μορφοποιημένης] ουσίας της κοινωνίας, αυτό παρέχει ορισμένο κατευθυντήριο μίτο κατά τη διερεύνηση της αρχής.

Η αρχή της ανθρώπινης ιστορίας είναι η μορφοποίηση εκείνων των φυσικών, των βιολογικών προϋποθέσεων οι οποίες είναι αναγκαίες και ικανές για την εμφάνιση του κοινωνικού. Αναγκαίες και ικανές προϋποθέσεις για την πρωταρχική εμφάνιση της ανθρωπότητας ήταν: πρώτον, ορισμένες εξωτερικές φυσικές συνθήκες, δεύτερον, η ύπαρξη έμβιων όντων [ζώων] με ορισμένη σωματική διάπλαση και τρίτον, ο αγελαίος τρόπος ζωής. Η αρχή της ιστορίας της ανθρωπότητας έχει με τη σειρά της τη δική της αρχή, το στάδιο της πρωταρχικής εμφάνισης της ουσίας της, το στάδιο της διαμόρφωσης, το στάδιο της ωριμότητας, το στάδιο του θανάτου και της εξαφάνισής της. Δεν πρόκειται να σταθούμε σ’ αυτά τα στάδια. Θα αναφέρουμε μόνο τα εξής:

Η αρχαιότερη σχέση των έμβιων μορφωμάτων προς το ευνοϊκό περιβάλλον είναι η άμεση εμβάπτιση του έμβιου μορφώματος σε αυτό το περιβάλλον. Τέτοιου είδους σχέση προς το περιβάλλον σε ανηρημένη και εξειδικευμένη μορφή είναι χαρακτηριστική για τα φυτά. Στον άνθρωπο διατηρείται επίσης σε ανηρημένη μορφή τέτοιου είδους δεσμός με το αέριο περιβάλλον του μέσω της αναπνοής. Γι’ αυτού του είδους τη σχέση του έμβιου όντος προς το περιβάλλον του εν συνόλω δεν απαιτείται ικανότητα αυτοτελούς μετακίνησης. Η αναγκαιότητα μετακίνησης του έμβιου μορφώματος έχει θέση όπου η ασκούμενη έπ’ αυτού επίδραση από το περιβάλλον είναι ανομοιογενής. Ακόμα και τα φυτά έχουν μόνον κατά βάση ακίνητο τρόπο ζωής.

Μια ποιοτικώς νέα, πιο ανεπτυγμένη σχέση προς το περιβάλλον διαμορφώνεται με την εμφάνιση των ζώων. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της ζωώδους σχέσης προς το περιβάλλον είναι ο κατά βάση κινητικός τρόπος ζωής, η μετακίνηση του σώματος, με τη βοήθεια ειδικών οργάνων μετακίνησης, προς αναζήτηση ευμενών περιβαλλοντικών όρων (προ παντός προς αναζήτηση τροφής και για προστασία από τυχόν επιθέσεις). Τα ζώα προσαρμόζονται κατά κύριο λόγο στο περιβάλλον, αλλά επιπλέον [σε αυτά] έχει θέση και μια πιο ανεπτυγμένη αντίστροφη επίδραση στο περιβάλλον. Ενώ αυτό που κατ’ εξοχήν έχει θέση εδώ είναι ο άμεσος δεσμός με το περιβάλλον, το έμβιο μόρφωμα αντεπιδρά επίσης στο περιβάλλον: μέσω της κατανάλωσης ορισμένων ουσιών και της αποβολής κάποιων άλλων. Τα ζώα διατηρούν σε μετασχηματισμένη μορφή αυτού του είδους την αντεπίδραση στο περιβάλλον, ενώ η χαρακτηριστική γι’ αυτά αντεπίδραση είναι η επίδραση που προέρχεται από την ίδια την μετακίνηση (π.χ. η καταπάτηση φυτών) και από την «απόσπαση» του αντικειμένου της άγρας από το περιβάλλον του, από την μετακίνηση της άγρας [του θηράματος, των καρπών κ.ο.κ.]. Παρά ταύτα όμως, εκείνο που παραμένει το αποφασιστικό, το καθοριστικό [στοιχείο] στην αλληλεπίδραση ζωών και περιβάλλοντος είναι η επίδραση του περιβάλλοντος στο ζωντανό οργανισμό. Η [όποια] αντεπίδραση διαδραματίζει ρόλο υπηγμένο  [στην καθοριστική επίδραση που ασκεί εδώ το περιβάλλον]. Η ενεργός αντεπίδραση που ασκούν τα ζώα στο περιβάλλον αναπτύσσεται.

Μπορούμε να διακρίνουμε τις μορφές εκείνες αντεπίδρασης των ζώων στη φύση, οι οποίες συνιστούν, τρόπον τινά, και τις ιστορικές μορφές διάλυσης, απονέκρωσης της κυριαρχίας της ζωώδους σχέσης προς τη φύση. Η απλούστερη εξ αυτών είναι η τυχαία και ακόμα ασταθής χρήση αντικειμένων της φύσης υπό την ιδιότητα των μέσων για την επενέργεια επί άλλων αντικειμένων της φύσης. Τέτοια είναι φερ’ ειπείν η χρήση από τους πιθηκοειδείς προγόνους μας κλάδων για να φτάσουν καρπούς. Εδώ υπό την ιδιότητα των μέσων χρησιμοποιούνται αντικείμενα διαθέσιμα στη φύση σε έτοιμη μορφή. Αυτά τα μέσα επενέργειας προϋποθέτουν απαραιτήτως  το όργανο (τα όργανα) του σώματος, δια των οποίων τίθενται σε κίνηση. Χαρακτηριστικό [γνώρισμα] των ζώων είναι ακριβώς η μετατόπιση στο χώρο προς αναζήτηση ευμενούς περιβάλλοντος με τη βοήθεια ειδικών οργάνων μετακίνησης. Όπως είναι φυσικό, σε τελευταία ανάλυση, η οδός επίδρασης στη φύση με τη μεγαλύτερη προοπτική είναι η επίδραση [που ασκείται] μέσω της μετατόπισης  του ίδιου του σώματος [του ζώου]. Εδώ η χρήση της μηχανικής κίνησης αποδεικνύεται η απλούστερη και εκείνη που έχει τις περισσότερες πιθανότητες [επικράτησης].

Δεν είναι τυχαίο [το γεγονός] ότι τα ζώα που διέθεταν  τις μεγαλύτερες δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης της αντεπίδρασης επί της φύσης ήταν εκείνα, στα οποία η μετατόπιση του ίδιου τους του σώματος στο χώρο ήταν συχνά, ταυτοχρόνως και μετατόπιση στο χώρο άλλων αντικειμένων της φύσης. Η λαβή κλαδιών με τα άκρα κατά την αναρρίχηση σε δένδρα, αποτελεί τυπικό παράδειγμα σύμπτωσης αμφότερων των προαναφερθεισών μετατοπίσεων.

Φυσικά, όταν το αρπακτικό σύρει το θήραμά του, η μετατόπισή του στο χώρο συνιστά επίσης ταυτοχρόνως και μετατόπιση στο χώρο ενός άλλου πράγματος: του θηράματος. Είτε όταν ο σκίουρος αρπάζει κάποιο ξηρό καρπό και τον μεταφέρει για να τον κρύψει στη φωλιά του, εδώ επίσης έχουμε σύμπτωση της μετατόπισης στο χώρο του ίδιου του σώματος και κάποιου άλλου πράγματος. Το ίδιο ισχύει και αναφορικά με τα πτηνά που φέρουν τροφή στους νεοσσούς τους. Ωστόσο, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, λαμβάνει χώρα μια σύμπτωση της μετατόπισης στο χώρο του σώματος [του ίδιου του ζώου] και της εξασφαλισθείσας τροφής, εν γένει αντικειμένων προς ιδιοκατανάλωση, είτε προς κατανάλωση εκείνων με τους οποίους το ζώο που εξασφάλισε [την τροφή] συνδέεται με το ένστικτο της συνέχισης του  είδους.

Στα ζώα όμως, τα οποία έχουν προσαρμοσθεί για μετατόπιση στο χώρο επί των δένδρων μέσω της λαβής κλάδων με τα άκρα, λαμβάνει χώρα συχνά και σταθερά μια σύμπτωση της μετατόπισης του ίδιου του σώματός τους στο χώρο με τη μετατόπιση στο χώρο πραγμάτων, τα οποία δεν έχουν άμεση βιοσυντηρητική σημασία ούτε για την ίδια την ύπαρξή τους ούτε για τη συνέχιση της ζωής του είδους. Εδώ πρόκειται, θα έλεγε κανείς, περίπου περί μονίμου συνοδευτικού παράπλευρου προϊόντος του τρόπου ζωής τους.

Το στάδιο της αρχής της ανθρώπινης ιστορίας τελειώνει με τη μετάβαση των ζώων – προγόνων του ανθρώπου στον επίγειο τρόπο ζωής, στην όρθια στάση και στη δίποδη βάδιση, στην απελευθέρωση των άνω άκρων από τη συμμετοχή τους στη μετακίνηση του σώματος, με [συνεπακόλουθο] τη χρήση κατά βάση δεδομένων από τη φύση σε έτοιμη μορφή μέσων επενέργειας.

Το στάδιο της πρωταρχικής εμφάνισης της ανθρώπινης κοινωνίας αρχίζει όταν και όποτε η τυχαία [περιστασιακή] και ασταθής χρήση αντικειμένων της φύσης υπό την ιδιότητα των μέσων επενέργειας σε άλλα αντικείμενα της φύσης γίνεται σταδιακά αναγκαία και σταθερή. Όσο συχνότερη και σταθερότερη γίνεται η χρήση αντικειμένων της φύσης για την επενέργεια σε άλλα αντικείμενα της φύσης, τόσο σταθερότερη γίνεται η μορφή και το υλικό των μέσων επενέργειας, τόσο περισσότερο διαφοροποιούνται τα μέσα επενέργειας σε αντιστοιχία με το υλικό τους, με τη φύση του αντικειμένου, επί του οποίου ασκείται η επενέργεια και [σε αντιστοιχία] με αυτό, χάριν του οποίου πραγματοποιείται η επενέργεια (χάριν της ικανοποίησης της μεν είτε της δε ανάγκης). Η εργασία από ενστικτώδης μετατρέπεται σε καθαυτό ανθρώπινη εργασία με όλα τα συστατικά στοιχεία της (το σκοπό, τα μέσα, τα αντικείμενα, τη διαδικασία, το αποτέλεσμα και το υποκείμενο της εργασίας). Η σταθερότητα και η αναγκαιότητα της χρήσης των μέσων επενέργειας ενισχύεται υλικά με τη δημιουργία, την παραγωγή των ίδιων αυτών των μέσων. Συχνά λέγεται το εξής: «η εργασία δημιούργησε τον άνθρωπο». Η διατύπωση αυτή δεν είναι καθ’ όλα ακριβής, διότι μπορεί να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι αρχικά διαμορφώθηκε η εργασία και κατόπιν ο άνθρωπος. Ωστόσο, η διαμόρφωση του ανθρώπου εκτυλίχθηκε εντός της διαδικασίας διαμόρφωσης της εργασίας.

Ως αποτέλεσμα της ίδιας της φύσης [αρχικώς] των προσθίων και στη συνέχεια των άνω άκρων, η επενέργεια επί των αντικειμένων της φύσης μπορούσε να είναι κατά κύριο λόγο μηχανική. Μεταξύ των αντικειμένων της φύσης τα οποία απαντώνται με τη μεγαλύτερη συχνότητα και είναι δεδομένα από τη φύση σε έτοιμη μορφή, το πλέον κατάλληλο για μηχανική επενέργεια επί άλλων αντικειμένων της φύσης ήταν ο λίθος. Η δια χειρός μηχανική επεξεργασία του λίθου, η οποία τον μετατρέπει σε μέσο επενέργειας περνά μέσω σειράς ιστορικών βαθμίδων.

Η άγρα ως βιοσυντηρητικός τρόπος έλκει την καταγωγή της από το στάδιο της αρχής της ανθρώπινης ιστορίας. Κατά τις πρώτες βαθμίδες του σταδίου της πρωταρχικής εμφάνισης της ιστορίας, εκείνο που κυριαρχεί άμεσα δεν είναι η παραγωγή, αλλά η άγρα1, διότι εδώ πρόκειται περί μιας κοινωνίας κυνηγών, αλιέων, τροφοσυλλεκτών.

Στο βαθμό που η δια χειρός μηχανική επεξεργασία του λίθου τελειοποιείται και εξαντλεί, κατά βάση, τις δυνατότητες [περαιτέρω βελτίωσης], δηλ. στο βαθμό που πραγματοποιείται η μετάβαση στη νεολιθική εποχή, σε τελευταία ανάλυση λαμβάνει χώρα και τέτοια τελειοποίηση της άγρας, η οποία οδηγεί στην εξάντληση των δυνατοτήτων της άγρας. Αυτό συμβαίνει διότι οι [εκάστοτε] δυνατότητες άγρας, καθορίζονται από την δεδομένη από τη φύση σε έτοιμη μορφή ποσότητα και ποιότητα ζωωδών και βιολογικών αναγκών του ανθρώπου. Στο βαθμό, που τελειοποιούνται τα μέσα της άγρευσης, εξαντλούνται και τα «αποθέματα» της φύσης, [και έτσι] ανακύπτει και η αύξουσα αναγκαιότητα επενέργειας σε αυτά τα ίδια το «αποθέματα» της φύσης. Και η επενέργεια αυτή πραγματώνεται με τη μετάβαση στην κτηνοτροφία και στη γεωργία, δηλ. στην κυριαρχία πλέον όχι του συλλεκτικού, αλλά του παράγοντος βιοπορισμού, στην κυριαρχία της παραγωγής και όχι της άγρας. Με τη μετάβαση στη νεολιθική εποχή πραγματοποιείται και η μετάβαση στην πρώτη βαθμίδα της κτηνοτροφίας και της γεωργίας, στην πρώιμη βαθμίδα της παράγουσας οικονομίας.

Η άγρα με τη βοήθεια παρηγμένων μέσων επενέργειας είναι πιο περίπλοκη (απαιτεί πιο περίπλοκη προετοιμασία και οργάνωση, περιπλέκει περαιτέρω την ίδια τη διαδικασία της άγρευσης…), πιο αποδοτική απ’ ότι η άγρα χωρίς τέτοια μέσα. Η διαμόρφωσή της δημιουργεί και τους όρους για την αύξουσα σταθερότητα της αγέλης, για την αναβάθμιση του συντονισμού των ενεργειών των μελών της αγέλης, γεγονός που καθιστά όλο και επιτακτικότερη την αναγκαιότητα αποσόβησης των συγκρούσεων στο εσωτερικό της αγέλης. Η πλέον συχνή πηγή συγκρούσεων, είναι η διαπάλη για την ικανοποίηση του γενετήσιου ενστίκτου. Στο βαθμό που αυξάνει η σταθερότητα της αγέλης καθιερώνεται η απαγόρευση της σύναψης γενετήσιων δεσμών μεταξύ μελών της αγέλης. Διαμορφώνεται το γένος. Εκτός του αύξοντος ρόλου της παραγωγής μέσων επενέργειας και της τελειοποίησης, της περιπλοκής της άγρας που διεξάγεται με τη βοήθεια αυτών των μέσων, εκτός της επίδρασης των παραπάνω στην αύξουσα σταθερότητα της αγέλης και στον αποκλεισμό γενετήσιων δεσμών εντός της αγέλης, έχει νόημα να παραδεχθούμε και το ρόλο της φυσικής επιλογής στην προέλευση του γένους. Οι απαγορεύσεις σύναψης γενετήσιων δεσμών εντός της αγέλης, εντός του εν τω γενάσθαι γένους, συνιστά ορισμένη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας αποκλεισμού αυτών των δεσμών. Η συνειδητοποίηση είναι προϊόν της εμφάνισης των κοινωνικών (υπό την ευρεία έννοια του όρου) σχέσεων. [Συνεπώς,] δεν πρέπει να εξηγείται η εμφάνιση των προαναφερθεισών απαγορεύσεων δια της φυσικής επιλογής. Απ’ εδώ όμως δεν έπεται ότι η μη συνειδητοποιούμενη φυσική επιλογή δεν έχει συντελέσει στη διαμόρφωση του γένους, δεδομένου ότι οδήγησε στον εκφυλισμό και στο θάνατο των αγελών εκείνων, εντός των οποίων είχαν θέση [ανεξέλεγκτοι] ενδοαγελαίοι γενετήσιοι δεσμοί.

Το γένος ανακύπτει τελειωτικά όταν και όποτε αποκλείονται πλήρως οι γενετήσιοι δεσμοί εντός της αγέλης και αποκτούν κανονικό [τακτό] και σταθερό χαρακτήρα οι γενετήσιοι δεσμοί μεταξύ των μελών διαφόρων γενών. Κατά τα φαινόμενα οι δύο προαναφερθείσες διαδικασίες δεν ήταν καθ’ όλα ταυτόσημες.

Όταν υπάρχει η δυνατότητα κανονικών [τακτών] περιοδικών συναντήσεων διαφόρων αγελών (γενών), πολλώ μάλλον δε, όταν η περιοχή σταθερής εγκαταβίωσής τους [το ενδιαίτημά τους] βρίσκεται σε ζώνη που καθιστά εφικτή τη συνεύρεσή τους, οι ερωτικοί εταίροι μπορούσαν καθ’ όλα να ζουν ο καθ’ ένας στην μετεξελισσόμενη σε γένος αγέλη του,  χωρίς να περνά στο γένος του ερωτικού του εταίρου. Στην περίπτωση δε που -λόγω των όρων διαβίωσης– οι συναντήσεις των κοινοτήτων δεν γίνονταν κατά τακτά διαστήματα και συναντούσαν  δυσκολίες, (υπό αυτούς τους όρους) ανέκυπτε η αναγκαιότητα μετάβασης προσώπων είτε του ανδρικού είτε του γυναικείου φύλου στο γένος του ερωτικού τους εταίρου.

Κατά τα φαινόμενα, η πλέον πιθανή ήταν μάλλον η επικράτηση σε τελευταία ανάλυση της τάσης μετοίκησης στο γένος του (των) ερωτικού εταίρου (ερωτικών εταίρων). [Και αυτό συνέβη διότι]: πρώτον, οι διασυνδέσεις μεταξύ διαφόρων αγελών, κατά την περίοδο μετεξέλιξης της αγέλης σε γένος, ήταν εν γένει και εν συνόλω μάλλον αρκούντως μη τακτές και προσέκρουαν σε δυσκολίες και δεύτερον, θα ήταν μάλλον ανέφικτος ο σταθερός  κατευνασμός του εν λόγω ενστίκτου, εάν δεν ικανοποιούταν συν τοις άλλοις σε αρκούντως τακτά διαστήματα, σε αντιστοιχία με τη φύση του.

Το γεγονός ότι τελικά υπερτερεί η μετοίκηση στο γένος του (των) ερωτικού εταίρου (ερωτικών εταίρων) δεν καθοριζόταν, κατά τη γνώμη μας μόνον από τον χαρακτήρα του βιοπορισμού, αλλά και από τους φυσικούς όρους διαβίωσης των κοινοτήτων, και από την αναγκαιότητα αρκούντως τακτής ικανοποίησης του γενετήσιου ενστίκτου  σε αντιστοιχία με τη φύση του.

Τα μέλη του γένους, μαζί με τα πρόσωπα που έχουν μετοικήσει στο γένος από άλλα γένη, σχηματίζουν την κοινότητα, η οποία διαφέρει από το γένος. Εάν το γένος ζει μεμονωμένο, κοινότητα και γένος συνιστούν μιαν άμεση ενότητα, μεταξύ τους δεν υπάρχει διαφορά.

Τόσο η αγαμία, όσο και η εξωγαμία αφ’ εαυτές δεν αποκλείουν ακόμα τη διαπάλη για τους ερωτικούς εταίρους, έστω και εάν οι τελευταίοι βρίσκονται εκτός του γένους. Αρκούντως σταθερή αποτροπή τέτοιου είδους συγκρούσεων επιτυγχάνεται, κατά τη γνώμη μας, στην περίπτωση που σχηματίζεται κατά το μάλλον ή ήττον σταθερή σχέση των εταίρων κατά ζεύγη, η ζευγαρωτή οικογένεια.

Η άγρευση, όπως και οι αγελαίοι δεσμοί [είναι στοιχεία που] κληροδοτούνται από τον κόσμο των ζώων και μετασχηματίζονται αμφότερα σε τελευταία ανάλυση από την ανακύπτουσα παραγωγή. Κατά τις πρώιμες βαθμίδες της πρωταρχικής εμφάνισης της ανθρώπινης κοινωνίας υπάρχει ήδη παραγωγή και διαδραματίζει άγοντα ρόλο στην ανάπτυξη, ωστόσο, εκείνο που κυριαρχεί άμεσα είναι η άγρευση, ενώ η παραγωγή υπάγεται σε αυτήν. Κατά την ύστερη βαθμίδα του σταδίου της πρωταρχικής εμφάνισης της ανθρώπινης κοινωνίας, όταν το εν λόγω στάδιο ωριμάζει, η κυριαρχία περνά στην παραγωγή. Τέτοιες είναι οι κοινότητες των πρώιμων κτηνοτρόφων και γεωργών.

Κτηνοτροφία και γεωργία ωθούν κατά την ανάπτυξή τους την κοινωνία σε υπέρβαση των ορίων του σταδίου της πρωταρχικής της εμφάνισης, δημιουργούν τους όρους για τη διάλυση της πρωτόγονης κοινότητας και τη μετάβαση στη δουλοκτησία.

Με τη μετάβαση στην πρώιμη κτηνοτροφία και στην πρώιμη γεωργία αρχίζει να δημιουργείται η δυνατότητα σχηματισμού προϊόντος, υπεράνω του αναγκαίου ελαχίστου. Μέχρι τη μετάβαση στην κυριαρχία της παραγωγής το ανθρώπινο γένος αγωνιζόταν ουσιαστικά για τη βιολογική του επιβίωση, η εξασφάλιση των βιολογικών αναγκών του κυμαινόταν γύρω από το ζωτικά αναγκαίο ελάχιστο, έτεινε προς αυτό.

Η πρώιμη κτηνοτροφία και η πρώιμη γεωργία δημιουργούν πλέον δυνατότητες για την υπέρβαση του ζωτικά αναγκαίου ελαχίστου, ωστόσο, οι δυνατότητες αυτές δεν είναι ακόμα ανεπτυγμένες. Με την περαιτέρω ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και της γεωργίας εμφανίζεται μία σταθερή παραγωγή προϊόντων, που ξεπερνά μεν το ζωτικά αναγκαίο ελάχιστο, πλην όμως δεν επιτρέπει την επίτευξη του ζωτικά αναγκαίου βέλτιστου (το τελευταίο παραμένει ανέφικτο σε όλες τις ταξικές – ανταγωνιστικές κοινωνίες). [Εδώ] δημιουργούνται δυνατότητες για την ιδιοποίηση από ένα μέρος της κοινωνίας του προϊόντος εκείνου, το οποίου υπερβαίνει το ζωτικά αναγκαίο ελάχιστο. Αρχίζει η διαπάλη μεταξύ των ανθρώπων για το υπερπροϊόν.

Πραγματοποιείται συσσώρευση πλούτου. Σχηματίζεται η μονογαμική οικογένεια, η οποία διαφέρει από τη ζευγαρωτή κατά το ότι ουσιώδης δεσμός των μελών αυτής της οικογένειας είναι ο δεσμός του νοικοκυριού [«οικονομικός», περιουσιακός δεσμός].

Κατά το στάδιο της πρωταρχικής εμφάνισης της κοινωνίας κοινωνικό και βιολογικό βρίσκονται σε μια σχέση συγκεκριμένης ταυτότητας, δηλ. μιας ταυτότητας εν εαυτή διακεκριμένης [μιας ταυτότητας με διακριτά τα μέρη που την απαρτίζουν]. Στους πληθυσμούς των ανθρώπων οι οποίοι ζουν κατά κύριο λόγο με την άγρευση, παραγωγικές δυνάμεις, σχέσεις παραγωγής και τρόπος παραγωγής έχουν ήδη ανακύψει, διαδραματίζουν άγοντα ρόλο στην ανάπτυξη, αλλά δεν κυριαρχούν άμεσα. Εκείνο που κυριαρχεί άμεσα είναι η άγρευση – ένας τρόπος εξασφάλισης [αγαθών] ο οποίος, αν και είναι τροποποιημένος από την παραγωγή, εν τούτοις έχει κληρονομηθεί από τον ζωικό κόσμο. Εντός αυτής της σχέσης του προς τη φύση και προς τους άλλους ανθρώπους, ο άνθρωπος έχει πλέον διαχωρισθεί από τη φύση, ενώ εν γένει εξακολουθεί να παραμένει συνάμα ταυτιζόμενος με αυτήν. Η μετάβαση στην πρώιμη κτηνοτροφία και στην πρώιμη γεωργία συνιστά τη μετάβαση στη φάση όπου κυριαρχεί στη ζωή της κοινωνίας η παραγωγή, ο τρόπος παραγωγής. Ωστόσο, η πρώιμη κτηνοτροφία και η πρώιμη γεωργία σε τελευταία ανάλυση μάλλον μόνο διανοίγουν δυνατότητες για την κυριαρχία του τρόπου παραγωγής στη ζωή της κοινωνίας, παρά υλοποιούν αυτές τις δυνατότητες: ως προς την παραγωγικότητά τους η πρώιμη κτηνοτροφία και η πρώιμη γεωργία δεν υπερτερούν ακόμα σταθερά έναντι της ανεπτυγμένης άγρας. Μόνο κατά κύριο λόγο δημιουργούνται δυνατότητες για σταθερή [αειφόρο, βιώσιμη] υπέρβαση του ζωτικά αναγκαίου ελαχίστου.

Εκείνο που χαρακτηρίζει ολόκληρο το στάδιο της πρωταρχικής εμφάνισης της ανθρώπινης κοινωνίας είναι ο αγώνας του ανθρώπινου γένους για τη βιολογική του επιβίωση και μόνο στο τέλος του εν λόγω σταδίου ο αγώνας αυτός ρέπει σταθερά προς τη νίκη του ανθρώπινου γένους. Εκτός αυτού, η πρωτόγονη κτηνοτροφία και η γεωργία συνιστούν κατά βάση επίδραση του ανθρώπου στους φυσικούς όρους της φυσικής, της βιολογικής γέννησης ζώων και φυτών, στη δημιουργία ευνοϊκών φυσικών όρων λειτουργίας τους. Και μάλιστα η επίδραση αυτή των ανθρώπων εν γένει είναι ως προς τον χαρακτήρα της ανάλογη της ευνοϊκής επίδρασης που ασκείται σε ζώα και φυτά απ’ την παρθένο φύση (συγκρίνετε π.χ. την άρδευση με αυλάκια – παρτέρια με τις εαρινές πλημμύρες). Εάν έχει θέση άμεση επίδραση επί του ίδιου του ζώου και του φυτού, αυτή ασκείται κατά κύριο λόγο μέσω της επιλογής (κατ’ αναλογία με τη δράση της φυσικής επιλογής). Συνεπώς, εδώ η παραγωγή έχει το χαρακτήρα της επίδρασης επί των εξωτερικών όρων των διαδικασιών εκείνων, η διεξαγωγή των οποίων είναι που παρέχει και το προϊόν, που συνιστά μέσο [πόρο] προς το ζην. Αλλά αυτό σημαίνει ότι ο τρόπος παραγωγής παραμένει κάτι το εξωτερικό έναντι αυτών των διαδικασιών, δεν τις μετασχηματίζει ουσιωδώς, δεν παρεισφρέει στο εσωτερικό τους.

Οι αγελαίες σχέσεις είναι φυσικοί, βιολογικοί δεσμοί. Η εμφάνιση της παραγωγής  (φρονώ ότι αυτό συμβαίνει εκ παραλλήλου με τη δράση της φυσικής επιλογής) οδηγεί στη μετατροπή τους σε γένος. Ωστόσο, πρώτον: οι αγελαίοι δεσμοί δεν εξαλείφονται εντελώς με το σχηματισμό του γένους. Έτσι εάν κρίνουμε από τα αγελαία πρωτεύοντα [θηλαστικά] και εκείνες τις πρωτόγονες σχέσεις οι οποίες διατηρούνται και σε αρκούντως ανεπτυγμένες ανθρώπινες κοινωνίες, η αγέλη των ζώων – προγόνων του ανθρώπου ήταν ιεραρχική. Στην ιεραρχική αγέλη ο «αρχηγός» [ταγός]  καταναλώνει την καλύτερη τροφή, κατόπιν τα μικρά καθώς και εκείνα τα θηλυκά και αρσενικά που βρίσκονται κοντά στον «αρχηγό». «Αρχηγός» της αγέλης γίνεται το πλέον επιθετικό άτομο το οποίο σε περίπτωση διεκδίκησης της θέσης του στην αγέλη παλεύει γι’ αυτήν. Ο ταγός μπορεί να ανατραπεί ανά πάσα στιγμή από άλλο άτομο. Εν τω μεταξύ, ο ταγός εκπληρώνει λειτουργίες επωφελείς για την αγέλη εν συνόλω: την περιφρουρεί, επωμίζεται το κύριο βάρος του αγώνα σε περίπτωση έξωθεν επίθεσης κλπ... Η θέση του ταγού στην αγέλη είναι ασταθής, ο εντός της αγέλης συσχετισμός δυνάμεων μπορεί να αλλάξει, τα μέλη της αγέλης μπορούν να διασπαστούν κατά ομάδες κ.ο.κ. Η διατήρηση εντός του γένους κατάλοιπων των αγελαίων σχέσεων διαδραμάτισε έναν διόλου ασήμαντο ρόλο κατά την περίοδο εμφάνισης και ανάπτυξης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.

Δεύτερον, το γένος συνιστά μετασχηματισμό της αγέλης δια του αποκλεισμού των εντός του γένους γενετήσιων δεσμών, και η μετοίκηση μελών άλλων γενών στο δεδομένο γένος σηματοδοτούσε άμεσα τη δυνατότητα τακτής ικανοποίησης του γενετήσιου ενστίκτου (γεγονός που αποτελούσε εκείνο τον καιρό απαραιτήτως και διαδικασία πολλαπλασιασμού). Εκείνο που ετίθετο άμεσα στο προσκήνιο εντός του γένους και της κοινότητας του γένους ήταν ο κατευνασμός του γενετήσιου ενστίκτου, ο αποκλεισμός των γενετήσιων δεσμών στο εσωτερικό του γένους [των ενδογαμικών δεσμών] και η διασφάλιση τακτών γενετήσιων δεσμών με μέλη άλλων γενών. Ο κοινωνικός παράγων επιδρούσε στο χαρακτήρα των γενετήσιων δεσμών, των δεσμών για την αναπαραγωγή [πολλαπλασιασμό]. Εκείνο όμως το οποίο κυριαρχούσε άμεσα ήταν ακριβώς ορισμένου χαρακτήρα γενετήσιοι δεσμοί, δεσμοί για τον πολλαπλασιασμό, δηλ. βιολογικοί δεσμοί.

Κατά το στάδιο της πρωταρχικής εμφάνισης της ανθρώπινης κοινωνίας το κοινωνικό [στοιχείο] έχει μεν πλέον ανακύψει, προέβαλε η διαφορά του από το βιολογικό, πλην όμως [εκείνο που] άμεσα υπερτερεί ακόμα [είναι] η ταύτιση του κοινωνικού με το βιολογικό.

Ας επισημάνουμε για το μέλλον το εξής: με την τελειωτική εδραίωση του γένους, σχηματίζεται και η κοινότητα, ως κάτι το διάφορο του γένους και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε σε αυτήν το γένος να πρεσβεύει τον «πυρήνα» της κοινότητας του γένους.

Η κοινότητα του γένους είναι η πρώτη ιστορική μορφή κοινότητας. Εδώ – λόγω περιορισμών ως προς την έκταση της παρούσας έκδοσης – δεν έχουμε τη δυνατότητα διεξοδικής εξέτασης των διαφόρων μορφών κοινότητας και της εξέλιξής τους. Θα αναφερθούμε μόνο σε γενική μορφή: κάθε κοινότητα πρεσβεύει τη μεν είτε τη δε μορφή φυσικής προέλευσης συσσωμάτωσης [ομαδοποίησης] πληθυσμού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν απορρίπτεται μεν ο ρόλος του κοινωνικού στο σχηματισμό και στη λειτουργία της κοινότητας, αλλά υπογραμμίζεται το γεγονός ότι διακριτικό γνώρισμα της κοινότητας σε οποιαδήποτε μορφή της είναι ο μεν είτε ο δε βαθμός μη διακριτού (στην ενότητά του με το διακριτό) χαρακτήρα συνδυασμού φυσικού και κοινωνικού. Έτσι, φερ’ ειπείν στην κοινότητα των γενών έχει θέση ο ανολοκλήρωτος διαμελισμός του κοινωνικού από τους γενετήσιους δεσμούς, από τους δεσμούς για τον πολλαπλασιασμό. Στην εδαφική κοινότητα, ουσιώδες γνώρισμα είναι η κοινότητα και η διαφορά ως προς την έκταση [της εγκαταβίωσης, του ενδιαιτήματος], ενώ στη γεωργική κοινότητα, καθοριστικό για την ομαδοποίηση είναι η μεν είτε η δε κοινή σχέση προς τη γη, δηλ. κατά κύριο λόγο η σχέση προς κάτι το φυσικά δεδομένο και όχι προς ένα παρηγμένο μέσο παραγωγής.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αναφερόμενοι στην ομαδοποίηση πληθυσμού που ανέκυψε φυσικά, δεν εννοούσαμε μια καθαρά φυσική ομαδοποίηση, αλλά αναφερόμασταν σε τέτοια ομαδοποίηση, εντός της οποίας το κοινωνικό δεν έχει ξεχωρίσει καθ’ όλα από το φυσικό, δεν το έχει μετασχηματίσει καθ’ όλα, και εντός της οποίας, εκείνο που προβάλλει άμεσα στο προσκήνιο είναι η φυσική οροθέτηση [ο φυσικός καθορισμός]. Φερ’ ειπείν, η εξάρτηση της ομάδας από τη χρήση ενός τέτοιου μέσου παραγωγής που ανέκυψε φυσικά, όπως είναι η γη, είναι φυσικά καθορισμένη εξάρτηση.



* ταυτότητα με διακεκριμένα εντός της τα μέρη που την απαρτίζουν.- σ.τ.μ.

1  Οι ερευνητές που ασχολούνται με την ιστορία της πρωτόγονης κοινωνίας θεωρούν ότι το γίγνεσθαι της ανθρώπινης κοινωνίας ολοκληρώνεται με την εμφάνιση της πρωτόγονης κοινότητας του γένους. (βλ. π.χ. το θεμελιώδες συλλογικό έργο «Ιστορία της πρωτόγονης κοινωνίας» Τόμοι III, Μόσχα, 1983-1986). Εμείς αποδίδουμε στον όρο «γίγνεσθαι της ανθρώπινης κοινωνίας» ευρύτερη σημασία. Δεδομένου ότι εδώ εξετάζουμε τη λογική ολόκληρης της ιστορίας, στο γίγνεσθαι της ανθρώπινης κοινωνίας δεν εντάσσουμε μόνο το γίγνεσθαι του ανθρώπου ως βιολογικού είδους, αλλά και το γίγνεσθαι της ανθρωπότητας από την κοινωνική άποψη.

1 Η άγρα [ο εκπορισμός] αντικειμένων προς κατανάλωση παραμένει άγρα, ακόμα και εάν πραγματοποιείται με τη βοήθεια παρηγμένων μέσων επενέργειας, στην περίπτωση που αυτά τα μέσα χρησιμοποιούνται για τη λήψη αντικειμένων δεδομένων από τη φύση σε έτοιμη μορφή.