Τακτικισμός, εθνικοπατριωτισμός, γεωπολιτική και μεσαιωνικά ιδεολογήματα

Εκ νέου περί του «μεγάλου σχεδίου» του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ (μια μαρξιστική προσέγγιση)

Βίκτορ Α. Βαζιούλιν

 

(Δημοσιεύθηκε με περικοπές και με τον τίτλο: «Πολιτική: μια μαρξιστική προσέγγιση» στην ΟΥΤΟΠΙΑ, Νο 60, Μάιος – Ιούνιος 2004, σελ. 21 – 42).

 

Δεδομένου ότι μετά τη δημοσίευση του πρώτου άρθρου μας* περί του «Μεγάλου Σχεδίου» του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ εκφράσθηκαν επικρίσεις επί ουσιωδών θέσεων που είχαν διατυπωθεί σε αυτό, κατέστη αναγκαία η περαιτέρω ανάπτυξη – διευκρίνιση των ιδεών αυτού του άρθρου. 

***

            Στο προηγούμενο άρθρο επισημάναμε ότι ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ στο «Μανιφέστο της Λαϊκής Πατριωτικής Ένωσης Ρωσίας (ΛΠΕΡ)» δεν αναφέρθηκε στους στρατηγικούς στόχους του ΚΚΡΟ. Μας αντέτειναν λοιπόν ότι ο αυτό δεν ήταν το πρόγραμμα του ΚΚΡΟ, αλλά μανιφέστο της ΛΠΕΡ. Επομένως, σε ένα «Μανιφέστο της ΛΠΕΡ» δεν χρειάζεται αναφορά στους στρατηγικούς στόχους του ΚΚΡΟ.

Εγείρεται ωστόσο το ερώτημα: επιτρέπεται άραγε ο ηγέτης του Κομμουνιστικού κόμματος να μη επισημαίνει στο κείμενο του «Μανιφέστου της Λαϊκής Πατριωτικής Ένωσης Ρωσίας(ΛΠΕΡ)» τους ιδιαίτερους στρατηγικούς στόχους του ΚΚΡΟ;

Από μαρξιστικής άποψης θεωρούμε ότι η μη καταγραφή των ιδιαίτερων στρατηγικών στόχων  των κομμουνιστών στο «Μανιφέστο της ΛΠΕΡ», δύο πράγματα μπορεί να σημαίνει: είτε να συνιστά μεγάλο λάθος, είτε να μη σημαίνει τίποτε άλλο εκτός από κατ’ αρχήν υπαναχώρηση από τους στρατηγικούς κομμουνιστικούς στόχους.

Εδώ δεν πρόκειται για τίποτε ψιλοπράγματα. Έχουμε να κάνουμε με ένα σχέδιο, τυχόν υλοποίηση του οποίου θα καθορίσει τη ζωή της Ρωσίας για πολλά χρόνια στο μέλλον, και μάλιστα με ένα σχέδιο το οποίο έχει διατυπωθεί με τη μορφή γραπτής προγραμματικού χαρακτήρα απεύθυνσης, προς τις μάζες του πληθυσμού της χώρας.

Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να αντιληφθούνε την κατάσταση: ο ηγέτης ενός κομμουνιστικού κόμματος απευθύνεται προς τις μάζες του πληθυσμού με το πρόγραμμα της ΛΠΕΡ και δεν αναφέρει τη σχέση του Κομμουνιστικού κόμματος προς αυτό το πρόγραμμα.

Συνεισφέρει άραγε κατ’ αυτό τον τρόπο στον προσανατολισμό των μαζών στο πνεύμα του κομμουνισμού;

Νομίζουμε ότι εδώ η απάντηση είναι πασιφανής: επ’ ουδενί λόγω δεν συνεισφέρει.

Οι άνθρωποι στους οποίους απευθύνεται το «Μανιφέστο της ΛΠΕΡ», θα χρειασθεί να αντιπαραβάλλουν μόνοι τους αυτό το μανιφέστο με το πρόγραμμα του ΚΚΡΟ, ώστε να εντοπίσουν τις μεταξύ τους ομοιότητες και διαφορές, για να προσδιορίσουν την ιδιοτυπία των στρατηγικών σκοπών της ΛΠΕΡ και τη συσχέτισή τους με τους στρατηγικούς στόχους του ΚΚΡΟ. Θα μπορέσουν άραγε να φέρουν σε πέρας αυτό το έργο οι άνθρωποι στους οποίους απευθύνεται το «Μανιφέστο της ΛΠΕΡ»; Προφανώς ακόμα και εάν βρεθούν άνθρωποι ικανοί να το φέρουν σε πέρας, θα είναι ελάχιστοι.

Φρονούμε λοιπόν πως το γεγονός ότι ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ δεν παραθέτει τα χαρακτηριστικά των ιδιαίτερων στρατηγικών στόχων του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας στο «Μανιφέστο της ΛΠΕΡ», δεν είναι τυχαίο.

Στρατηγικοί στόχοι είναι εκείνα τα  βασικά σημεία προσανατολισμού της δραστηριότητας οι οποίοι καθορίζουν την κατεύθυνσή της. Λειτουργούν ως ιδιότυπος «μαγνήτης» ο οποίος θέτει σε τάξη το σύνολο της δραστηριότητας. (Φυσικά και οι στρατηγικοί στόχοι πρέπει με τη σειρά τους να τεθούν σε τάξη. Εδώ όμως θα κάνουμε αφαίρεση από αυτό το ζήτημα).

Ωστόσο δημιουργείται η εντύπωση ότι ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ, αφ’ ενός μεν, εκδηλώνει ανεπάρκεια ως προς την ορθότητα και τη σαφήνεια της αντίληψής του περί των στρατηγικών στόχων του Κομμουνιστικού Κόμματος, αφ’ ετέρου δε, - γεγονός που συνδέεται με την πρώτη εντύπωση – συχνά λησμονεί την στρατηγική προς εξυπηρέτηση της τακτικής είτε ακόμα και προς εξυπηρέτηση τρεχουσών «μικροϋποθέσεων», πλέοντας με το ρεύμα των γεγονότων.

Ας σταθούμε στα λεγόμενα του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ που έγιναν πλέον έπεα πτερόεντα:  «η Ρωσία έχει εξαντλήσει τα περιθώρια για επαναστάσεις», είτε σε μιαν άλλη παραλλαγή: «το περιθώριο για τις επαναστάσεις έχει εξαντληθεί». Το κύριο επιχείρημα του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ είναι το εξής: η επανάσταση επιφέρει αναπόφευκτα εμφύλιο πόλεμο, και εμφύλιος πόλεμος στην εποχή του πυρηνικού όπλου και των πυρηνικών σταθμών ηλεκτρικής ενέργειας θα φέρει θανατηφόρες επιπτώσεις για τη χώρα και για το σύνολο του κόσμου.

Πρώτα απ’ όλα, και χωρίς την παραμικρή διάθεση «εξόντωσης του Ζιουγκάνοφ» (την οποία μας προσάπτει ένας από τους ετερόφρονες κριτικούς), έχω να επισημάνω το εξής: ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ δεν αντιλαμβάνεται τι σημαίνει επανάσταση.

Τι είναι λοιπόν η επανάσταση;

            Επανάσταση  (εξυπακούεται επανάσταση εντός της κοινωνίας, κοινωνική επανάσταση), είναι αφ’ ενός μεν  η ριζική και αφετέρου η προοδευτική αλλαγή του κοινωνικό – πολιτικού καθεστώτος.

            Στον αντίποδα της επανάστασης, εάν αναφερθούμε στο δεύτερο από τα προαναφερθέντα ουσιώδη γνωρίσματα, βρίσκεται η αντεπανάσταση.

            Αντεπανάσταση είναι η ριζική μεν, πλην όμως οπισθοδρομική αλλαγή του κοινωνικό – οικονομικού, του κοινωνικό – πολιτικού καθεστώτος.

            Στη χώρα μας κατά τη δεκαετία του 1990 – 2000 έλαβε χώρα μια αστική (κεφαλαιοκρατική) αντεπανάσταση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της Ρωσίας από σοσιαλιστική σε κεφαλαιοκρατική χώρα.

            Το γίγνεσθαι της κεφαλαιοκρατίας στη Ρωσία από οικονομικής πλευράς δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Ωστόσο από πολιτικής πλευράς η αστική (κεφαλαιοκρατική) αντεπανάσταση νίκησε τον Οκτώβριο του 1993, με το βομβαρδισμό του Ανωτάτου Σοβιέτ της Ρωσικής Ομοσπονδίας, δηλαδή της ανώτατης σοβιετικής εξουσίας στη Ρωσία.

            Όποιο και αν ήταν το ποιόν των ευρισκόμενων εκεί λαϊκών αντιπροσώπων, το Ανώτατο Σοβιέτ της Ρωσικής Ομοσπονδίας ήταν η ανώτατη πολιτική εξουσία της σοσιαλιστικής κοινωνίας.[1]

            Η απόρριψη του επαναστατικού αγώνα στον κόσμο και συγκεκριμένα στη νυν κεφαλαιοκρατική Ρωσία, δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρ’ εκτός απόρριψη του αγώνα για τη μετάβαση στην σοσιαλιστική, στην κομμουνιστική κοινωνία, δηλαδή απάρνηση των στρατηγικών κομμουνιστικών στόχων.

            Εάν κάποιος άνθρωπος απορρίπτει τον επαναστατικό αγώνα, εξυπακούεται ότι αυτός ο άνθρωπος δεν είναι κομμουνιστής.

            Εάν ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ υποστηρίζει τη θέση αναφορικά με το γεγονός ότι έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια για επαναστάσεις, δυο πράγματα μπορεί να σημαίνει: είτε απορρίπτει κατ’ αρχήν τον αγώνα υπέρ του σοσιαλισμού, υπέρ του κομμουνισμού, δηλαδή συμβιβάζεται με την ύπαρξη του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος στον κόσμο, της Ρωσίας συμπεριλαμβανομένης και επίσης συμβιβάζεται με την αστική, κεφαλαιοκρατική εξουσία, δεν επιθυμεί κατ’ αρχήν να παλέψει με την κεφαλαιοκρατία επί ριζικών ζητημάτων ούτε τώρα ούτε και στο μέλλον, είτε δεν έχει συναίσθηση του γεγονότος ότι συγχέει την έννοια «επανάσταση» με τις έννοιες «δρόμοι της επανάστασης» και «μέσα διεξαγωγής της επανάστασης».

            Στην περίπτωση όμως που πρόκειται περί μη συνειδητοποιούμενης σύγχυσης αυτών των εννοιών είναι ανέφικτη η συνεπής τήρηση της στρατηγικής γραμμής, είναι ανέφικτη η μη σύγχυση με ποικίλους τρόπους στρατηγικής και τακτικής.

            Υπό τον όρο «επανάσταση» συχνά και λανθασμένα υπονοούν μόνο μη ειρηνικές οδούς και μέσα πραγματοποίησης των αλλαγών στην κοινωνία.

            Ωστόσο οι οδοί και μέσα της σοσιαλιστικής επανάστασης μπορούν κάλλιστα να είναι και ειρηνικά και μη ειρηνικά. Το ίδιο ισχύει άλλωστε και όσον αφορά τις οδούς και τα μέσα της αστικής, της κεφαλαιοκρατικής αντεπανάστασης.

            Ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ, εφ’ όσον υπό τον όρο επανάσταση υπονοεί εκ των πραγμάτων τις μη ειρηνικές οδούς και μέσα προοδευτικής αλλαγής της κοινωνίας και διακηρύσσει την εξάντληση των περιθωρίων για επαναστάσεις, προσανατολίζει προς δυο κατευθύνσεις: πρώτον, στην επιλογή μόνο ειρηνικών οδών και μέσων  προοδευτικής αλλαγής της κοινωνίας. Κύριες, βασικές οδοί και μέσα αγώνα είναι η συμμετοχή στις εκλογές και η δραστηριότητα εντός του αστικού κοινοβουλίου. Δεύτερο, ο Ζιουγκάνοφ ουσιαστικά και εκ των πραγμάτων με αυτό τον ισχυρισμό του προσανατολίζει το Κομμουνιστικό κόμμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας και τους οπαδούς του στην κατ’ αρχήν απόρριψη της ανάγκης εξάλειψης της κεφαλαιοκρατίας από τον κόσμο και από τη Ρωσία, δηλαδή προσανατολίζει το ΚΚΡΟ και τους οπαδούς του στην προοδευτική – μεταρρυθμιστική (ρεφορμιστική) οδό.

Θα  σταθούμε αρχικά και εν συντομία στην πρώτη από τις προαναφερθείσες θέσεις, στο ζήτημα που αφορά τον ειρηνικό η μη χαρακτήρα των οδών και των μέσων μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ διακηρύσσει ότι δεν επιτρέπεται η εξαγωγή επανάστασης της Ρωσίας, δεδομένου ότι σημαίνει εμφύλιο πόλεμο. Εάν αντιλαμβάνεται κανείς τί είναι η επανάσταση, από αυτό τον ισχυρισμό έπεται το εξής: δε χρειάζονται ριζικοί μετασχηματισμοί της κοινωνίας, δε χρειάζεται να επιδιώκει κανείς την κατάργηση της κεφαλαιοκρατίας (ούτε και την αποϊδιωτικοποίηση της ιδιοκτησίας) και δεν χρειάζεται να προσφύγει στην ένοπλη πάλη, δεδομένου ότι τότε θα αρχίσει εμφύλιος πόλεμος.

Παρόμοιες αντιλήψεις είναι τουλάχιστον αμφίβολες. Η αστική (κεφαλαιοκρατική) αντεπανάσταση συνιστά επίσης ριζική αλλαγή της κοινωνίας όπως και η επανάσταση. Και αυτή διεξήχθη στη Ρωσία κατά την πυρηνική εποχή τόσο δια της ειρηνικής οδού (φερ’ ειπείν η ιδιωτικοποίηση μέσω της διανομής στον πληθυσμό χρεογράφων – είναι ένας ειρηνικός τρόπος μετάβασης από την κοινωνική ιδιοκτησία στην ιδιωτική), όσο και δια της μη ειρηνικής (κανονιοβολισμός του Ανωτάτου Σοβιέτ της ΡΣΟΣΔ τον Οκτώβριο του 1993). Ο μη ειρηνικός χαρακτήρας των οδών και των μέσων της αστικής αντεπανάστασης δεν προκάλεσε ούτε γενικευμένο εμφύλιο πόλεμο, ούτε και πυρηνική καταστροφή και εδώ επρόκειτο – θα το υπογραμμίσουμε για ακόμη μια φορά, - περί οπισθοδρομικής μεν πλην όμως ριζικής αλλαγής της κοινωνίας.

Γιατί λοιπόν να θεωρείται κατ’ αρχήν ανέφικτη η ριζική προοδευτική, τουτέστιν η επαναστατική σοσιαλιστική αλλαγή της κοινωνίας με ειρηνικού χαρακτήρα οδούς και μέσα, αλλά και με τη μεν είτε τη δε χρήση μη ειρηνικών τρόπων και μέσων χωρίς εμφύλιο πόλεμο είτε χωρίς γενικευμένο εμφύλιο πόλεμο και πυρηνική καταστροφή; Κατά τη γνώμη μας η εν λόγω αλλαγή είναι εφικτή. Και επιλογή  των μεν είτε των δε οδών και μέσων της επανάστασης εξαρτάται προπαντός και κατά κύριο λόγο από τον σχηματισμό των αντιμαχομένων δυνάμεων.

Ας περάσουμε τώρα στο γεγονός ότι ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ με τη θέση του περί εξάντλησης των περιθωρίων για επαναστάσεις ουσιαστικά προσανατολίζει το ΚΚΡΟ και τους οπαδούς του σε προοδευτικές – μεταρρυθμιστικές θέσεις σε αντιδιαστολή με τις επαναστατικές θέσεις και ως άρνηση αυτών των θέσεων.

Η έννοια «μεταρρύθμιση της κοινωνίας» σε αντιδιαστολή με την έννοια «επανάσταση» συνιστά ποσοτική και όχι ριζική ποιοτική αλλαγή, μετασχηματισμό της κοινωνίας. Οι μεταρρυθμίσεις της κοινωνίας μπορούν να είναι τόσο προοδευτικές όσο και οπισθοδρομικές. Οι επαναστατικές θέσεις προϋποθέτουν μεν απαραιτήτως μεταρρυθμίσεις, πλην όμως ως υποταγμένες συνιστώσες τους.

Δεδομένου ότι τόσο στη Ρωσία, όσο και σ’ όλο τον κόσμο κυριαρχεί η κεφαλαιοκρατία, ο περιορισμός της δραστηριότητας του Κομμουνιστικού κόμματος μόνο σε μεταρρυθμίσεις συνιστά συναίνεση με την κυριαρχία της κεφαλαιοκρατίας και στην καλύτερη περίπτωση – επιδίωξη τελειοποίησης της κεφαλαιοκρατίας. Εάν κάποιο κόμμα υιοθετεί τέτοια θέση, το κόμμα αυτό δεν είναι κομουνιστικό, αλλά σοσιαλδημοκρατικό είτε «σοσιαλιστικό» κατ’ εικόνα και κατ’ ομοίωση με τα διάφορα «σοσιαλιστικά» κόμματα των δυτικών κεφαλαιοκρατικών χωρών.

Οι σοσιαλδημοκράτες θεωρούν σοσιαλιστικό μετασχηματισμό τη μεταρρύθμιση της κεφαλαιοκρατίας. Από αυτή την άποψη ανακηρύσσονται σοσιαλιστικές μια σειρά από χώρες ο πληθυσμός των οποίων περιλαμβάνεται εν πολλοίς στο προνομιούχο «χρυσό δισεκατομμύριο» του πλανήτη. Κατ’ αυτό τον τρόπο διασαλπίζουν τον σουηδικό σοσιαλισμό.

Και μόνο το γεγονός ότι η Σουηδία συμμετέχει μαζί με τις υπόλοιπες χώρες του «χρυσού δισεκατομμυρίου» στην εκμετάλλευση των χωρών του λεγόμενου «τρίτου κόσμου», μαρτυρεί ότι είναι καθ’ όλα κεφαλαιοκρατική χώρα και καθιστά ανεπίτρεπτη από μαρξιστικής σκοπιάς κάθε συζήτηση περί σοσιαλισμού στη σύγχρονη Σουηδία.

Οι σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι έχουν προ πολλού περάσει σε κεφαλαιοκρατικές θέσεις, καθιστούν συγκεχυμένη την ουσιώδη διαφορά μεταξύ μεταρρυθμίσεων και επανάστασης. Οι σοσιαλδημοκράτες και πολλοί σοσιαλιστές είναι τόσο αγωνιστές υπέρ του πραγματικού σοσιαλισμού, όσο είναι αγωνιστές υπέρ του σοσιαλισμού έντυπα όπως ο «Μοσκόφσκι Κομσομόλετς»[2] και η «Κομσομόλσκαγια Πράβντα»[3]. Εδώ η αστική, η κεφαλαιοκρατική ουσία συγκαλύπτεται με τις λέξεις «σοσιαλιστής», «κομσομόλετς» κοκ. Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι με τέτοιο πρωτόγονο δόλωμα τσιμπούν εκατοντάδες χιλιάδες, εκατομμύρια ανθρώπων.

Ο μαρξιστής (πολλώ μάλλον δε ο ηγέτης ενός Κομμουνιστικού Κόμματος) οφείλει να διακρίνει αυστηρά και με σαφήνεια  τη μεταρρύθμιση από την επανάσταση, τη ρεφορμιστική από την επαναστατική δραστηριότητα και χωρίς να απορρίπτει εν γένει τις μεταρρυθμίσεις, οφείλει να υποτάσσει τη μεταρρυθμιστική δραστηριότητα στην επαναστατική, διαφωτίζοντας ανοικτά, ευθέως, τίμια και με σαφήνεια τον λαό επί τόσο σημαντικών ζητημάτων.

Ένα μαρξιστικό κόμμα, δηλαδή ένα αυθεντικά κομμουνιστικό κόμμα, είναι ένα κόμμα κατ’ αναγκαιότητα επαναστατικό (το μη επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα είναι πλήρης ασυναρτησία, κάτι το εντελώς ανόητο) οφείλει να είναι έτοιμο για όλες τις οδούς και τα μέσα πάλης, ειρηνικά ή μη. Ένα μεταρρυθμιστικό (ρεφορμιστικό) κόμμα ακολουθεί μόνο την ειρηνική οδό και χρησιμοποιεί μόνο ειρηνικά μέσα. Η προεκλογική δραστηριότητα και οι εκλογές είναι το κύριο ειρηνικό μέσο. Η βασική δραστηριότητα του ρεφορμιστικού κόμματος επικεντρώνεται στα αστικά αιρετά όργανα (στην καλύτερη περίπτωση ανάγεται σ’ έναν αγώνα για επί μέρους βελτίωση της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας) και στη διοργάνωση προεκλογικών εκστρατειών.

Τέτοιου τύπου κόμμα είτε δεν θέτει καν το καθήκον της κατάργησης της κεφαλαιοκρατίας, είτε το θέτει μεν, αλλά ως ζητούμενο ενός νεφελώδους μέλλοντος , ως ένα ζητούμενο η διευθέτηση του οποίου θα αφορά το απώτερο μέλλον και το οποίο δεν έχει σχέση με την τακτική του παρόντος, με την καθημερινή δραστηριότητα του κόμματος, με τα εγγύτερα καθήκοντά του.

Το επαναστατικό, το αυθεντικά κομμουνιστικό κόμμα, τουναντίον, ακόμα και όταν δεν υπάρχει επαναστατική κατάσταση και είναι ανέφικτη η διεξαγωγή της επανάστασης τώρα είτε στο εγγύς μέλλον, διαφωτίζει τον λαό, προετοιμάζει και τον εαυτό του και το λαό για την επανάσταση, δηλαδή για τη ριζική αλλαγή της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, για την κατάργησή της, και ποτέ δεν λησμονεί αυτό το στόχο στην καθημερινή του δραστηριότητα (όταν επιδιώκει τους εγγύτερους στόχους, όταν συνασπίζεται είτε έρχεται σε συμφωνίες με άλλες πολιτικές δυνάμεις, στην προπαγάνδιση των θέσεών του και κατά την πολιτική διαφώτιση…)

Εάν τα συμβιβαστικά, συμβιβασμένα, ρεφορμιστικά, και οπορτουνιστικά κόμματα, τα οποία παραδέχονται μόνον ειρηνικές οδούς και μέσα αγώνα, προσπαθούν να  καταστήσουν συγκεχυμένη, να συγκαλύψουν τη ριζική διαφορά μεταξύ κεφαλαιοκρατίας και σοσιαλισμού, κομμουνισμού, απαρνούνται την αποκάλυψη της εκμεταλλευτικής ουσίας της κεφαλαιοκρατίας, την κριτική της αντιλαϊκής ουσίας οποιασδήποτε κυριαρχίας του κεφαλαίου και της πολιτικής εξουσίας του, το πραγματικά κομμουνιστικό κόμμα και ο πραγματικός κομμουνιστής ηγέτης χρησιμοποιεί όλα τα μέσα ούτως ώστε να εδραιωθεί στη συνείδηση των εργαζομένων μαζών του λαού η πεποίθηση ότι κεφαλαιοκρατία, κυριαρχία του κεφαλαίου σημαίνει ελευθερία εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Οποιαδήποτε εξουσία του κεφαλαίου, από όποια πρόσωπα και εάν εκπροσωπείται, από διάφορους Γιέλτσιν, Πούτιν, Μπερεζόφσκι, Ιβανόφ, Σίντοροφ, Φόμιν, Εβραίους, Ρώσους είτε από ανθρώπους οποιουδήποτε άλλου έθνους ή εθνικότητας, είναι ανταγωνιστική, ριζικά εχθρικά διακείμενη προς τα θεμελιώδη συμφέροντα των μαζών των εργαζομένων. Μόνο με την ανατροπή και κατάργηση της πολιτικής, οικονομικής, πνευματικής και κάθε άλλης κυριαρχίας του κεφαλαίου διανοίγονται δυνατότητες για την πραγμάτωση των θεμελιωδών συμφερόντων των μαζών των εργαζομένων.

 

Το σύνολο της δραστηριότητας ενός πραγματικά κομμουνιστικού κόμματος και του πραγματικού κομμουνιστή ηγέτη, που δρουν σε συνθήκες κυριαρχίας του κεφαλαίου, οφείλει να υποτάσσεται στη διαφώτιση στη διαπαιδαγώγηση και στην οργάνωση των μαζών των εργαζομένων σε αυτό το πνεύμα. Σε αυτό έγκειται το κέντρο βάρους της δραστηριότητάς τους. Όλα τα υπόλοιπα (η δουλειά στα αντιπροσωπευτικά όργανα, η συμμετοχή στις εκλογές κλπ.) διαδραματίζουν μόνον υποταγμένο ρόλο.

Τουναντίον, τα συμβιβαστικά, ρεφορμιστικά και οπορτουνιστικά κόμματα επικεντρώνουν την προσοχή τους, τις δυνάμεις τους και τις επιδιώξεις τους στην τελειοποίηση των νόμων, των διαδικασιών, των αντιφάσεων κ.ο.κ., παραμένοντας στα πλαίσια της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, χωρίς να θίγουν την κυριαρχία του κεφαλαίου.

Γι’ αυτό ένα τέτοιο κόμμα δεν δίνει έμφαση στην κριτική του συνόλου του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος, στην κριτική της ίδιας της ουσίας του κεφαλαίου, της ίδιας της ουσίας της κυριαρχίας του, αλά στην κριτική ανεπαρκειών μεμονωμένων προσώπων, φερ’ ειπείν του Γιέλτσιν. Αδυνατεί π.χ. να ξεκαθαρίσει δια μιας και με σαφήνεια τι πρεσβεύει η εξουσία του Πούτιν, σπέρνοντας αυταπάτες, ότι δήθεν επί κυριαρχίας του κεφαλαίου μπορεί να εκλεγεί πρόεδρος, που εκφράζει τα θεμελιώδη συμφέροντα των εργαζομένων μαζών του πληθυσμού.

Εάν το κύριο καθήκον του αυθεντικά κομμουνιστικού κόμματος και του αυθεντικού κομμουνιστή ηγέτη σε συνθήκες κυριαρχίας του κεφαλαίου έγκειται στο να συνεισφέρουν με κάθε τρόπο στη συνειδητοποίηση από τις μάζες των εργαζομένων των θεμελιωδών τους συμφερόντων, στη διαπαιδαγώγηση των εργαζομένων μαζών στο πνεύμα του αγώνα υπέρ των θεμελιωδών τους συμφερόντων, στην οργάνωση των εργαζομένων μαζών για τον αγώνα υπέρ των θεμελιωδών τους συμφερόντων, για τους συμβιβαστικούς, ρεφορμιστές και οπορτουνιστές τέτοιο καθήκον είτε δεν υφίσταται καν, είτε ενδεχομένως να εγερθεί κάποτε στο απροσδιόριστο μέλλον, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τη δραστηριότητα του παρόντος.

Η κομμουνιστική θέση αρχών οφείλει να εκφράζεται πάντοτε από το κομμουνιστικό κόμμα και τον ηγέτη του ρητά και κατηγορηματικά, δεδομένου ότι χωρίς αυτό τον όρο είναι ανέφικτο το διαύγασμα της συνείδησης του λαού, είναι ανέφικτη η συνειδητοποίηση από το λαό των  θεμελιωδών του συμφερόντων. Ωστόσο είναι ανέφικτη η προετοιμασία του λαού για την σοσιαλιστική επανάσταση, είναι ανέφικτη η νίκη του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, εάν οι κομμουνιστές τα μεταθέτουν όλα αυτά στο απροσδιόριστο μέλλον. Είναι ανέφικτη η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης χωρίς να κατέχουν οι σοσιαλιστικές δυνάμεις όλες τις μορφές και τα μέσα της πάλης, διότι έχουν απέναντί τους έναν ισχυρό αντίπαλο, έτοιμο για απεγνωσμένη αντίσταση και ο οποίος δεν σταματά μπροστά σε τίποτε.

Εάν η θέση του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ περί εξαντληθέντων περιθωρίων για επαναστάσεις δεν είναι παρά μία μεταφορά (όπως έγραψε για να δικαιολογήσει τον Γ. Α. Ζιουγκάνοφ ένας εκ των γνωστών ιδεολόγων του ΚΚΡΟ), τότε πρόκειται περί κατ’ αρχήν λανθασμένης μεταφοράς, η οποία δεν διαυγάζει, αλλά τουναντίον συσκοτίζει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τη συνείδηση του λαού επί ενός ζητήματος αρχής. Πρόκειται περί «μεταφοράς», που αποτελεί στερεότυπο, διαδεδομένο από πολύ παλιά μεταξύ των οπορτουνιστών, η οποία μάλιστα, για να είμαστε ακριβέστεροι, εκφράζει ένα από τα βασικά γνωρίσματα του οπορτουνισμού, του ρεφορμισμού.

Το σύνολο των απόψεων και των δράσεων του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ μαρτυρεί ότι κάθε άλλο παρά περί μεταφοράς πρόκειται. Και μάλιστα τέτοιου είδους «μεταφορά» από μόνη της αρκεί για να διαπιστωθεί ότι στις απόψεις του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ είναι πολύ ισχυρή η παρουσία του σοσιαλδημοκρατικού στοιχείου, με τη σύγχρονη δυτικοευρωπαϊκή έννοια του όρου.

Ο άνθρωπος αυτού του τύπου, στο βαθμό που οι απόψεις του είναι σοσιαλδημοκρατικές, και τη Σουηδία αναγνωρίζει ως σοσιαλιστική χώρα, και την εξουσία των «σοσιαλιστών» σε μια σειρά χωρών της Δυτικής Ευρώπης – ως αυθεντικά σοσιαλιστική εξουσία, παρά το γεγονός ότι η Σουηδία είναι στην πραγματικότητα χώρα της κεφαλαιοκρατίας, και οι δυτικοευρωπαίοι σοσιαλιστές έχουν περάσει προ πολλού πλέον στις θέσεις της αστικής τάξης, παραμένοντας σοσιαλιστές μόνο κατ’ όνομα. Γι’ αυτό τον άνθρωπο, φερ’ ειπείν, ο Ε. Μ. Πριμακόφ, που είναι οπαδός των ιδεών της σύγκλισης κεφαλαιοκρατίας και σοσιαλισμού, είναι ομοϊδεάτης.

***

Η σκοποθεσία και η επίτευξη των στρατηγικών στόχων του κόμματος το οποίο είναι αυθεντικά - και όχι μόνο κατ’ όνομα - κομμουνιστικό, εδράζονται απαραίτητα στη μαρξιστική κοσμοθεώρηση, στη μαρξιστική μέθοδο.

Για ένα κόμμα το οποίο επικεντρώνει τη δραστηριότητά του στην πραγμάτωση των θεμελιωδών συμφερόντων των εργαζομένων μαζών μέσω της διαφώτισης, της διαπαιδαγώγησης και της οργάνωσης αυτών των ίδιων μαζών για τον αγώνα υπέρ των δικών τους θεμελιωδών συμφερόντων, δεν επιτρέπονται υπαναχωρήσεις από τη μαρξιστική κοσμοθεώρηση, από τη μαρξιστική μέθοδο, κατά τη σύναψη διαφόρων συμφωνιών, ενώσεων κ.ο.κ. των κομμουνιστών με άλλες δυνάμεις. Τουναντίον χαρακτηριστικό των «σοσιαλιστικών» και «κομμουνιστικών», των συμβιβαστικών, ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών κομμάτων, των κομμάτων εκείνων τα οποία επιδιώκουν αποκλειστικά τις ειρηνικές μορφές αγώνα, τον αγώνα για εξουσία μόνο δια της εκλογικής οδού,  είναι το κυνήγι των ψηφοφόρων πάση θυσία, η ετοιμότητά τους για συμβιβασμούς επί ζητημάτων αρχών σε όλους τους τομείς: στην οικονομία, στην πολιτική, στην κοσμοθεώρηση αλλά και στη μέθοδο.

Τυχόν υπαναχωρήσεις, διαστρεβλώσεις και αυταπάτες στο πεδίο της κοσμοθεώρησης, στο πεδίο της μεθόδου, έχουν αναπόφευκτα επιπτώσεις όσον αφορά την προσέλκυση των εργαζομένων μαζών στον αγώνα για τα θεμελιώδη συμφέροντά τους και στον ίδιο τον αγώνα.

Το κομμουνιστικό κόμμα, εάν είναι πράγματι κομμουνιστικό, οφείλει να στηρίζεται στην επιστημονική, στην αληθή κοσμοθεώρηση, στην επιστημονική μέθοδο και να μην υπαναχωρεί απ’ αυτές. Όταν οι κομμουνιστές εντάσσονται σε ενώσεις, συμφωνίες κ.ο.κ. οφείλουν να είναι παντού και πάντοτε συνεπείς στις αρχές τους, ειλικρινείς, να μιλούν ανοικτά για τις απόψεις τους, για τις πεποιθήσεις τους, χωρίς να προσαρμόζονται υποτακτικά σε μη κομμουνιστικές απόψεις, πολλώ μάλλον δε, χωρίς να απαρνούνται τις πεποιθήσεις τους, φερ’ ειπείν υπό την επίδραση της απογοήτευσης κάποιου μέρους του πληθυσμού της Ρωσίας από τον κομμουνισμό είτε υπό την επίδραση της διάδοσης θρησκευτικών διαθέσεων.

Η προσήλωση στις αρχές, η ειλικρίνεια, η ανοικτά κομμουνιστική στάση κατά τη δημιουργία ενώσεων, κατά τη σύναψη συμφωνιών με άλλα κόμματα και κινήματα, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του Κομμουνιστικού κόμματος, που αντανακλά τα θεμελιώδη συμφέροντα των καταπιεσμένων μαζών του πληθυσμού, εκείνων που υφίστανται την εκμετάλλευση.

Δεδομένου μάλιστα ότι τα θεμελιώδη συμφέροντα των καταπιεσμένων μαζών του πληθυσμού, εκείνων που υφίστανται την εκμετάλλευση μπορούν σε τελευταία ανάλυση να ικανοποιηθούν μόνο στην κομμουνιστική κοινωνία, εξυπακούεται ότι το πραγματικά Κομμουνιστικό κόμμα σε όλες τις συμμαχίες, συνασπισμούς κ.ο.κ. που συμμετέχει οφείλει να διαυγάζει τη συνείδηση των καταπιεσμένων μαζών του πληθυσμού, εκείνων που υφίστανται την εκμετάλλευση στο πνεύμα του κομμουνισμού, να εξυψώνει τις μάζες μέχρι την συνειδητοποίηση των τελικών θεμελιωδών συμφερόντων τους.

Στο άρθρο «Το μεγάλο «σχέδιο» του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ και ο μαρξισμός. (Περί του «Μανιφέστου της ΛΠΕΡ»)» υποστηρίζαμε - όπως υποστηρίζουμε και τώρα -  ότι οι απόψεις του  Γ. Α. Ζιουγκάνοφ δεν εμφορούνται από την μαρξιστική, αλλά από ιδεαλιστική, και μάλιστα από μια θρησκευτική – ιδεαλιστική αντίληψη της ιστορίας, ότι η αντίληψη (εάν αυτό μπορεί να αποκαλείται «αντίληψη») της «Ρώσικης ιδέας» - είναι μια ιδεαλιστική αντίληψη. Μας αντιτείνουν λοιπόν ότι ο συγγραφέας του άρθρου αυτού διαστρέβλωσε τις απόψεις του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ, στις οποίες δεν υπάρχει ίχνος ιδεαλισμού, και ότι η «Ρωσική ιδέα» ωρίμαζε καθ’ όλη τη διάρκεια της χιλιετίας ως συλλογική εμπειρία του λαού, ως συνειδητή δημιουργία του λαού.

Ποια είναι όμως τα βασικά επιχειρήματα των επικριτών μας που δεν παραδέχονται τον ιδεαλισμό στην αντίληψη της ιστορίας του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ; Πρώτο. οι λέξεις «πρόνοια», «ιερός σκοπός», «ύψιστο νόημα της ύπαρξης του λαού» κ.ο.κ. – δεν είναι άλλο από καλλιτεχνικές εικόνες, μεταφορές, όπως οι Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς έγραφαν στο «Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος» για το φάντασμα του κομμουνισμού, ενώ δεν υπήρχε ούτε ίχνος που θα έμοιαζε με κομμουνισμό. Δεύτερο. Ο   Γ. Α. Ζιουγκάνοφ δεν αναφέρεται στη διαλεκτική παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, διότι εδώ πρόκειται περί του «Μανιφέστου της ΛΠΕΡ». Και γενικά θα ήταν παράλογο να προσάπτει κανείς στον Γ. Α. Ζιουγκάνοφ απόρριψη είτε μη κατανόηση της εν λόγω διαλεκτικής. Τρίτο. Μας αντιτείνουν ότι εάν θεωρηθεί ιδεαλισμός η θέση περί συνειδητής δημιουργία του λαού ο οποίος επί χιλιετία εκπονούσε τη «Ρώσικη ιδέα», τότε είναι ιδεαλιστική και η θέση του Β. Ι. Λένιν περί του σοσιαλισμού ως συνειδητής δημιουργίας των μαζών. Και τότε θα πρέπει να αρνηθούμε τη δυνατότητα συνειδητής επίδρασης των ανθρώπων στην ιστορία.

Είναι άραγε οι λέξεις του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ «πρόνοια», «ιερός σκοπός», «ύψιστο νόημα της ύπαρξης του λαού» κ.ο.κ. απλώς μεταφορές; Φρονούμε ότι δεν είναι, διότι η συνολική παρουσίαση από τον Γ. Α. Ζιουγκάνοφ της ιστορίας της Ρωσίας στο «Μανιφέστο της ΛΠΕΡ» είναι ιδεαλιστική, σε αντιδιαστολή με το «Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος» όπου οι  Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς κάνουν μεν στην αρχή χρήση μιας μεταφοράς, αλλά στη συνέχεια εξετάζουν ρητά και κατηγορηματικά την ιστορία της ανθρωπότητας υπό το πρίσμα της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, υπό το πρίσμα της διαλεκτικής – ιστορικής μεθόδου.

Στο άρθρο «Το μεγάλο «σχέδιο» του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ και ο μαρξισμός. (Περί του «Μανιφέστου της ΛΠΕΡ»)», είχαμε παραθέσει τα χωρία από το «Μανιφέστο της ΛΠΕΡ», στα οποία εκφράζεται η αντίληψή του περί της ιστορίας της Ρωσίας. Έχοντας υπ’ όψιν τις αντιρρήσεις των επικριτών μας, θα επανέλθουμε σε αυτά και θα αναφέρουμε μερικές συμπληρωματικές σκέψεις υπέρ του ισχυρισμού μας ότι ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ έχει μιαν ιδεαλιστική αντίληψη της ιστορίας της Ρωσίας.

 «Έτσι κατά τους 13ο - 15ο αι. το εθνικό σχέδιο [ έμφαση δική μας – Β. Β.] που απαίτησε μιαν ανεπανάληπτη επιστράτευση δυνάμεων του λαού, συνδεόταν με την υπέρβαση του αιώνιου εσωτερικού εθνικού αλληλοσπαραγμού και του θανατηφόρου κατακερματισμού. Με την αποτίναξη του επαχθούς ετερόχθονος ζυγού»[4]. Κατ’ αυτό τον τρόπο η περίοδος από τον 13ο μέχρι τον 15ο αιώνες της ιστορίας της Ρωσίας ερμηνεύεται καθ’ όλα τελεολογικά. Και αυτό διότι σχέδιο σημαίνει πρόγραμμα δημιουργίας κάτι τινός. Έπεται λοιπόν ότι όλη η ιστορία της Ρωσίας από τον 13ο μέχρι τον 15ο αιώνες πραγματοποιούταν βάσει σχεδίου. Και μάλιστα ενός σχεδίου που απέχει παρασάγγας από τα σχέδια της Σοβιετικής περιόδου της  ιστορίας της Ρωσίας, καθ’ ότι δεν είχε μόνον υπολογισθεί για αιώνες, αλλά είχε μάλιστα υλοποιηθεί! Και πού ήταν εκείνο το μυστηριώδες ΓΚΟΣΠΛΑΝ [οργανισμός Κρατικής Σχεδιοποίησης επί ΕΣΣΔ – σ.τ.μ.] του 13ου αιώνα, το οποίο σχεδιοποίησε την εθνική ιδέα, εκπόνησε το εθνικό σχέδιο;

Αυτό είναι ακόμα πιο εκπληκτικό, δεδομένου ότι το ρωσικό έθνος συγκροτείται με τη συγκρότηση της κοινής ρωσικής αγοράς, γεγονός το οποίο ως γνωστό λαμβάνει χώρα πολύ αργότερα.

Επομένως ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ, δυστυχώς, δεν κατέχει την έννοια του έθνους, δηλαδή δεν αντιλαμβάνεται τι είναι το έθνος. Και εδώ δεν πρόκειται περί δικής του προσωπικής ανεπάρκειας, εφ’ όσον πρακτικά πάσχουν από αυτήν όλοι οι πατριώτες, όλοι οι εθνικιστές. Παράδοξο και όμως γεγονός: οι εθνικιστές δεν αντιλαμβάνονται τι είναι το έθνος. Αυτό είναι χαρακτηριστικό, τουλάχιστον στη σύγχρονη Ρωσία, όπου τα συναισθήματα καταπιέζουν το λογικό, δημιουργώντας στα κεφάλια των ανθρώπων την κατάσταση εκείνη, αναφερόμενος στην οποία ο Μ. Γκόρκι έλεγε: σαν να’ χει ο διάβολος σαλέψει τα μυαλά τους με το σκάλεθρό του... 

Τι επακολούθησε όμως στην ιστορία κατά τον Γ. Α. Ζιουγκάνοφ; «Κατά τους 15ο -16ο αι. έγινε ύψιστο καθήκον [ έμφαση δική μας – Β. Β.] της εποχής το ενιαίο συγκεντροποιημένο κράτος, συνδεδεμένο στενότατα με την ηθική - θρησκευτική σύλληψη του Ανώτερου νοήματος της ύπαρξης του λαού. Με τις πρώτες απόπειρες διαμόρφωσης του καθολικού, του αληθινά οικουμενικού πάθους της Ρώσικής ιδέας. Με τη διαμόρφωση των μύχιων, των ριζικών θεμελίων της εθνικής αυτοσυνείδησής μας»[5]. Βλέπουμε λοιπόν ότι και κατά τους  15ο -16ο αι η ιστορία της Ρωσίας αποοβαίνει μια ιστορία που δεν εκτυλίσσεται αυθόρμητα, αλλά συνειδητά, σε αντιστοιχία με κάποιο ύψιστο καθήκον. Από πού προέκυψε όμως αυτό το «ύψιστο καθήκον»; Ποιος το γέννησε; Γεννήθηκε άραγε ως αποτέλεσμα μόνο πολιτικών και ηθικό - θρησκευτικών αιτίων, ή μήπως οφείλεται σε βαθύτερα αίτια; Ο μαρξιστής είναι υλιστής. Διαφέρει από τον ιδεαλιστή ακριβώς διότι δεν εξηγεί την πολιτική, το κράτος, τη θρησκεία, την ηθική κλπ κ.ο.κ. μέσω της «εθνικής αυτοσυνείδησης», μέσω κάποιας ιδέας, αλλά μέσω των πραγματικών ιστορικών όρων της ζωής, ξεκινώντας από την υλική παραγωγή, ως βαθύτερο θεμέλιο της ζωής της ανθρώπινης κοινωνίας. Εάν κάποιος παραλείπει δια της αφαίρεσης αυτή την εξήγηση, εκεί όπου γίνεται λόγος περί πολλών αιώνων της ιστορίας της χώρας, σημαίνει ότι δεν είναι απλώς ιδεαλιστής, αλλά ακραιφνής ιδεαλιστής στην αντίληψη της ιστορίας ( εν προκειμένω στην αντίληψη της ιστορίας του κράτους, των ηθών, της θρησκείας και της αυτοσυνείδησης του λαού).

            Ας περάσουμε στην περιγραφή των χαρακτηριστικών των 18ου - 19ου αι της ιστορίας της Ρωσίας κατά τον Γ. Α. Ζιουγκάνοφ: «οι 18ος  και 19ος αι έγιναν   η εποχή, βασικό περιεχόμενο της οποίας μπορεί να αναγνωρισθεί η επιβολής ρωσικού ελέγχου επί της ευρασιατικής «καρδιάς του κόσμου». Η εποχή του γεωπολιτικού γίγνεσθαι της Ρωσίας υπό την ιδιότητα ενός σημαντικότατου στοιχείου της παγκόσμιας ισορροπίας δυνάμεων»[6].

            Όπως και κατά την ερμηνεία της ιστορίας της Ρωσίας από τον 13ο μέχρι τον 18ο αιώνα, έτσι και εδώ εκείνο που εγείρεται στο προσκήνιο είναι η ιστορία του κράτους, η ιστορία της πολιτικής, καθώς επίσης και η ηθικό – θρησκευτική ιστορία, η ιστορία της αυτοσυνείδησης. Και μάλιστα όλ’ αυτά παρατίθενται κατά τρόπο σαν να μην υφίσταται υλική παραγωγή, τάξεις και πάλη των τάξεων στη Ρωσία, σαν να ήταν το κράτος καθ’ όλη τη διάρκεια της «χιλιετούς ιστορίας της Ρωσίας» υπερταξικό, αταξικό, σαν να μην είχε ορισμένο ταξικό χαρακτήρα, αλλά πραγμάτωνε απλώς κάποιο αφηρημένο γεωπολιτικό ενδιαφέρον.

            Κατά τα φαινόμενα στο μέλλον θα χρειασθεί να γράψουμε ειδικά περί γεωπολιτικής. Εδώ όμως θα αναφέρουμε μόνο, ότι όταν προτάσσεται η γεωπολιτική κατά την εξήγηση της ιστορίας της ανθρωπότητας, στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται για μιαν αφελή, επιφανειακή αντίληψη, ενώ στη χειρότερη έχουμε να κάνουμε με συνειδητή απόρριψη της βαθύτερης, της μαρξιστικής αντίληψης της ιστορίας, με συνειδητή διαστρέβλωση της ιστορίας της ανθρωπότητας.

            Όλη η ιστορίας της Ρωσίας από τον 13ο αιώνα, στην κατά Γ. Α. Ζιουγκάνοφ αναπαράστασή της, προβάλλει ως ιστορία σχεδίων και «ύψιστων καθηκόντων» δηλαδή ως ιστορία ιδεών και σκέψεων...

            Για τον προσδιορισμό των απόψεων του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ περί της ιστορίας της Ρωσίας αρμόζουν καθ’ όλα τα πολύ ορθά και εμβριθή λόγια του Κ. Μαρξ αναφορικά με τον μικροαστό ιδεολόγο Προυντόν:

            «Ας υποθέσουμε μαζί με τον κύριο Προυντόν ότι η πραγματική ιστορία, η οποία αντιστοιχεί στη σειρά των εποχών, συνιστά εκείνη την ιστορική αλληλουχία, με την οποία εμφανίζονταν οι ιδέες, οι κατηγορίες και οι αρχές.

            Η κάθε αρχή διέθετε έναν ειδικό αιώνα για την εκδήλωσή της. Έτσι φερ’ ειπείν, αντίστοιχος της αρχής του κύρους ήταν ο 11ος αιώνας, αντίστοιχος της αρχής του ατομισμού – ο 18ος αιώνας. Σε αυτή τη μετάβαση από επακόλουθο σε επακόλουθο θα οφείλουμε να πούμε, ότι δεν είναι η αρχή που ανήκει στον αιώνα, αλλά ο αιώνας είναι αυτός που ανήκει στην αρχή. Με άλλα λόγια δεν δημιουργούσε η ιστορία την αρχή, αλλά η αρχή δημιουργούσε την ιστορία. Στην περίπτωση όμως – στην προσπάθειά μας να διασώσουμε τόσο τις αρχές όσο και την ιστορία – θα αναρωτηθούμε στη συνέχεια, και για ποιο λόγο η δεδομένη αρχή εκδηλωνόταν κατά τον 11 είτε κατά τον 18 αι και όχι σε κάποιον άλλον αιώνα, τότε θα είμαστε αναπόφευκτα υποχρεωμένοι να διερευνήσουμε ενδελεχώς, τι είδους άνθρωποι υπήρχαν κατά τον 11ο αιώνα, τί είδους κατά τον 18ο αιώνα, ποιες ήταν οι ανάγκες των ανθρώπων σε κάθε μια από αυτές τις εκατονταετίες, ποιες ήταν οι παραγωγικές τους δυνάμεις, ποιος ήταν ο τρόπος παραγωγής τους, ποιες ήταν οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούσαν εδώ και τελικά ποιες ήταν εκείνες οι σχέσεις ανθρώπου προς άνθρωπο, οι οποίες απέρρεαν από όλους αυτούς τους όρους ύπαρξης. Άραγε η μελέτη όλων αυτών των ζητημάτων δεν σημαίνει ενασχόληση με την πραγματική γήινη ιστορία των ανθρώπων της κάθε εκατονταετίας, απεικόνιση αυτών των ανθρώπων ταυτοχρόνως υπό την ιδιότητα και των συγγραφέων και των δρώντων προσώπων του ίδιου τους του δράματος; Στην περίπτωση όμως που απεικονίζεται τους ανθρώπους ως δρώντα πρόσωπα και συγγραφείς της ίδιας τους της ιστορίας, τότε φτάνεται δια της πλησίον οδού στο αληθινό αφετηριακό σημείο, διότι εγκαταλείπεται τις αιώνιες αρχές από τις οποίες εκκινούσατε».[7] [ εμφάσεις δικές μας – Β. Β.]

Η «προαιώνια εθνική ιδέα της Ρωσίας» εμπίπτει ακριβώς στην κατηγορία των «αιώνιων αρχών».

Οι επικριτές μας αντιτείνουν: η Εθνική Ιδέα της Ρωσίας δεν έχει σχέση με τον ιδεαλισμό διότι έχει εκπονηθεί από την συνειδητή ζωντανή δημιουργία των μαζών κατά την διάρκεια εκατονταετιών, εμείς δε γνωρίζουμε φερ’ ειπείν κατά τον Λένιν ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να μην είναι συνειδητή δημιουργία των μαζών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συνάγεται, ότι πρέπει είτε να ανακηρύξουμε τον σοσιαλισμό ιδεαλιστική κατασκευή είτε να απορρίψουμε την συνειδητή επίδραση των ανθρώπων στην ιστορία.

Φυσικά δεν θα ήταν σκόπιμο να κάνει κάποιος ούτε το ένα, ούτε το άλλο, αλλά σίγουρα δεν θα έβλαπτε εάν γνώριζε τον μαρξισμό καλλίτερα. Οι προϋποθέσεις για τη συνειδητή δημιουργία των μαζών, για τη συνειδητοποίηση από τις μάζες των καταπιεσμένων και όσων υφίστανται την εκμετάλλευση των θεμελιωδών συμφερόντων τους και για τον συνειδητό αγώνα για την πραγμάτωσή τους σχηματίζονται μόνο με την εμφάνιση και ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας, με την διαμόρφωση της εργατικής τάξης της μεγάλης βιομηχανίας. Αυτό είχε διευκρινιστεί ήδη από τη δεκαετία του 1840 – 1850 από τους Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς.

«Ο κομμουνισμός – έγραφε ο Κ. Μαρξ στη «Γερμανική ιδεολογία» - διαφέρει από όλα τα προηγούμενα κινήματα κατά το ότι ανατρέπει τη βάση όλων των προηγούμενων σχέσεων  παραγωγής και επικοινωνίας, και εξετάζει για πρώτη φορά συνειδητά όλες τις φυσικής προέλευσης προϋποθέσεις ως δημιουργήματα των προηγούμενων γενεών, αφαιρεί από αυτές τις προϋποθέσεις το αυθόρμητο και τις υποτάσσει στην εξουσία των ενωμένων ατόμων [ έμφαση δική μας – Β. Β.]» [8].

Ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ, όπως και πολλοί υπερασπιστές του, αδυνατούν ουσιαστικά να συλλάβουν τη διαφορά μεταξύ ιδεαλιστικής και υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Στα κεφάλια πολλών εκπροσώπων της αριστερής αντιπολίτευσης βασιλεύει ένα ασύλληπτο χάος και μάλιστα θα έλεγε κανείς ότι ο καθένας τους επιδιώκει να ανατρέψει τα πάντα και να δημιουργήσει κάτι νέο που θα συγκλονίσει τον κόσμο (της Ρωσικής εθνικής ιδέας συμπεριλαμβανομένης), συγκλονίζοντας την πραγματικότητα με την άγνοιά του αναφορικά με εκείνες τις αλήθειες τις οποίες έχει ήδη θεμελιώσει ο μαρξισμός.

Αναφορικά με την εξέταση των απόψεων του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ και των υπερασπιστών των περί της «χιλιετούς» ιστορίας της Ρωσίας, θα παραθέσουμε έναν μεγαλοφυή συλλογισμό του Κ. Μαρξ:

«Στην όλη αντίληψη της ιστορίας μέχρι τώρα, αυτή η πραγματική βάση της ιστορίας είτε παραμελήθηκε τελείως, είτε θεωρήθηκε δευτερεύον θέμα άσχετο με την πορεία της ιστορίας.

Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση η ιστορία θα έπρεπε να γράφεται πάντα σύμφωνα με έναν εκτός αυτής κείμενο γνώμονα. Η πραγματική παραγωγή γινόταν αντιληπτή ως κάτι το προϊστορικό, ενώ η κυρίως ιστορική ζωή παρουσιαζόταν ως κάτι το αποχωρισμένο από την συνηθισμένη [καθημερινή] ζωή, σαν κάτι το εξώκοσμο και υπεργήινο. Με τον τρόπο αυτό η σχέση των ανθρώπων προς τη φύση αποκλείεται από την ιστορία και δημιουργείται έτσι η αντίθεση μεταξύ φύσης και ιστορίας. Γι’ αυτό οι υποστηρικτές αυτής της αντίληψης της ιστορίας μπορούσαν να βλέπουν μόνον ηχηρές και πομπώδεις πράξεις [ηγετών και κρατών], θρησκευτικό και κάθε είδους θεωρητικό αγώνα [ εμφάσεις δικές μας – Β. Β.] και κάθε φορά κατά την απεικόνιση της μεν είτε της δε ιστορικής εποχής, ήταν υποχρεωμένοι να συμμερίζονται τις αυταπάτες αυτής της εποχής [ έμφαση του Κ. Μαρξ – Β. Β.]. Λόγου χάριν, αν κάποια εποχή φαντάζεται , ότι καθορίζεται από καθαρά «πολιτικά» ή «θρησκευτικά» κίνητρα, -παρά το γεγονός ότι η θρησκεία και η πολιτική είναι μόνο μορφές των πραγματικών της κινήτρων, - ο ιστορικός της αφομοιώνει αυτή τη γνώμη».[9]

            Ακριβώς τα «πολιτικά» και «ηθικό – θρησκευτικά» κίνητρα προβάλλουν στο «Μανιφέστο της ΛΠΕΡ» υπό την ιδιότητα των πρωταρχικών και τίποτε δεν αναφέρεται για εκείνα τα κίνητρα της «χιλιετούς ιστορίας της Ρωσίας», τα οποία ο Κ. Μαρξ χαρακτηρίζει ως πραγματικά κίνητρα.

Ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ συμμερίζεται πολλές από τις αυταπάτες τις σύγχρονης εποχής αναφορικά με την ιστορία της Ρωσίας και ιδιαίτερα αυταπάτες πολιτικές και θρησκευτικές.

Κατ’ αρχήν ας αναφερθούμε στην πολιτική αυταπάτη. Στο «Μανιφέστο της ΛΠΕΡ» το κράτος προβάλλει ως ένα μόρφωμα πρωταρχικό και καθοριστικό για την ιστορία της Ρωσίας (δίπλα στις ηθικό – θρησκευτικές αναζητήσεις), το οποίο διόλου δεν συνδέεται με τη σφαίρα της υλικής παραγωγής.

Μας αντιτείνουν: δεν είναι σκόπιμο να γίνεται αναφορά περί παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής στο «Μανιφέστο της ΛΠΕΡ».

Αυτό είναι εξαιρετικά αμφισβητήσιμο. Πρώτον, είναι ανεπίτρεπτο κατά τη συγκρότηση συνασπισμών και κατά τη σύναψη συμφωνιών, να απαρνείται κάποιος τις πεποιθήσεις του εκείνες, οι οποίες έχουν τον χαρακτήρα αρχών. Δεύτερον, το θέμα είναι ότι ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ δεν απαρνείται τις απόψεις του που ενέχουν το χαρακτήρα αρχής, αναφορικά με το κράτος, τη θρησκεία, την ηθική και την ιστορία της Ρωσίας. Και αυτό διότι οι απόψεις του αυτές είναι ακριβώς ίδιου τύπου με εκείνες που έχουν διατυπωθεί στο «Μανιφέστο της ΛΠΕΡ».

Κατά την άποψή μας, όσον αφορά το κράτος, ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ τουλάχιστον δεν αντιλαμβάνεται την ουσία αυτού του μορφώματος εν γένει, της νυν υφιστάμενης στη Ρωσία εκδοχής του συμπεριλαμβανομένης. Έχει διατυπώσει επανειλημμένα τις αντιλήψεις του επί αυτών των ζητημάτων και μάλιστα όχι μόνο στο «Μανιφέστο της ΛΠΕΡ». Ας εξετάσουμε φερ’ ειπείν τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αναφορά στη σχέση του ΚΚΡΟ προς τον νυν ανώτατο άρχοντα της Ρωσίας στην εισήγηση του προς το 32ο συνέδριο της Ένωσης Κομμουνιστικών Κομμάτων – ΚΚΣΕ (Οκτώβριος 2001).

«Τηρήσαμε επί αρκετά μακρύ διάστημα μια στάση εγκράτειας όσον αφορά την εκτίμηση της δραστηριότητας του νέου προέδρου. Πολλοί πολίτες, συμπεριλαμβανομένου και μέρους εκείνων οι οποίοι ψηφίζουν υπέρ της αντιπολίτευσης, ήλπιζαν ότι ο Πούτιν θα ακολουθήσει την πατριωτική οδό. Πολλώ μάλλον που στην αρχή έκανε λόγο περί ισχυρού κράτους και περί κοινωνικής προστασίας του λαού. Στην ομάδα του εμφανίστηκαν μερικά νέα πρόσωπα που μείωσαν την ισχύ της εγκληματικής γιελτσινικής κλίκας. Όσο περνάει ο καιρός όμως γίνεται και πιο πασιφανές ότι η πίστη στο κρατιστικό ένστικτο του Πούτιν είναι αυταπάτη, διότι η πίστη αυτή δεν στηρίζεται σε καμία πραγματική βάση. Η εικόνα του ως κληρονόμου του Γιέλτσιν άρχισε να αποκτά όλο και πιο σαφές περίγραμμα. Η αμφισημία διαλύθηκε σαν την ομίχλη της αυγής. Έγινε πασιφανές ότι αλλαγές αρχής δεν έλαβαν χώρα στην πολιτική του Κρεμλίνου και δεν προβλέπονται. Σε αυτό αναφερθήκαμε ευθέως κατά το 7ο συνέδριο του ΚΚΡΟ το Δεκέμβριο του παρελθόντος έτους».[10] 

Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα υπόδειγμα θεωρητικής αδυναμίας. Εάν ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ διέθετε μιαν αντίληψη της φύσης του σύγχρονου κράτους της Ρωσίας τότε θα έπρεπε να είχε δώσει νηφάλια και ορθή εκτίμηση της ουσίας των όσων θα έπραττε ο Πούτιν αμέσως κιόλας κατά τον διορισμό του στη θέση του πρωθυπουργού. Οι  αναφορές στο γεγονός ότι πολλοί πολίτες πίστευαν στον Πούτιν, στο γεγονός ότι μείωσε την ισχύ της κλίκας Γιέλτσιν θέτοντας νέους ανθρώπους και η ελπίδα στο «κρατιστικό ένστικτο» του Πούτιν – όλ’ αυτά είναι εκδηλώσεις μιας αυταπάτης, η οποία απορρέει από την απουσία αντίληψης για τη φύση του σύγχρονου κράτους της Ρωσίας. Το ζήτημα δεν έγκειται στα πρόσωπα των κυβερνώντων (είτε πρόκειται για το Γιέλτσιν, είτε για τον Πούτιν, είτε για κάποιον άλλον), ούτε στο τι δηλώνουν αυτοί, αλλά στο γεγονός ότι στη Ρωσία κυριαρχεί το κεφάλαιο (πρωτίστως το χρηματιστικό – εμπορικό) και όλοι οι πρόεδροι, όλες οι κυβερνήσεις ενόσω κυριαρχεί το κεφάλαιο θα ασκούν πολιτική που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου, προπαντός και κατά κύριο λόγο του μεγάλου κεφαλαίου.

Η σημασία της επιστημονικής, της μαρξιστικής θεωρίας έγκειται μεταξύ άλλων στο γεγονός ότι μας επιτρέπει να προβλέπουμε την πορεία των γεγονότων, την πορεία της ιστορίας, τη συμπεριφορά διαφόρων δρώντων προσώπων της πολιτικής… θα επέτρεπε συνεπώς να μη σύρονται κάποιοι στην ουρά των διαθέσεων πολιτών (όπως έκανε η ηγεσία του ΚΚΡΟ όσον αφορά τον Πούτιν), αλλά να οδηγούν τις μάζες των καταπιεσμένων και όσων υφίστανται την εκμετάλλευση, πείθοντάς τις βάσει της δικής τους εμπειρίας.

Η αντίληψη του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ περί κράτους αποσπάται δια της αφαίρεσης εντελώς από την ιστορία της ταξικής πάλης, από τον ταξικό χαρακτήρα του Ρωσικού κράτους. Δημιουργείται η εντύπωση, ότι κατά το διάστημα από τον 13 έως τον 18 αιώνα και εν γένει καθ’ όλη τη διάρκεια της «χιλιετούς» ιστορίας της Ρωσίας, το Ρωσικό κράτος εμφορούταν αποκλειστικά είτε κατά κύριο λόγο από ένα σκοπό: να εδραιωθεί επί του φυσικού γι αυτό γεωπολιτικού χώρου (λένε ότι γι’ αυτό έπρεπε να καταλάβει την αντίστοιχη επικράτεια: προς νότο - μέχρι τα όρη, προς ανατολάς και προς βορρά - μέχρι τον ωκεανό…), και οι γειτονικοί λαοί – πλην μερικών εξαιρέσεων – έθεταν μετά χαράς εαυτόν υπό ρωσική αρχή και ζούσαν εντός της χαρούμενα και φιλικά, διατηρώντας την αυθυπαρξία τους και απολαμβάνοντας την όλη κατάσταση.

Παραμένει ωστόσο αδιευκρίνιστο μεταξύ άλλων το εξής: εάν η Ρωσία έχοντας υποτάξει την Κεντρική Ασία προσέκρουσε στο νότιο φυσικό γεωπολιτικό της όριο, για πιο λόγο ο τσαρισμός επεδίωκε και επιχειρούσε τη διείσδυση νοτίως στο Αφγανιστάν, στο Ιράν (φτάνοντας κάποτε μέχρι το νότο του Ιράν), ενώ στην Ανατολή πέρασε τον ωκεανό και κατέκτησε Αλάσκα και Καλιφόρνια; Εάν φυσικό γεωπολιτικό όριο της Ρωσίας είναι τα όρη, η θάλασσα και οι ωκεανοί γιατί η [μεσαιωνική] Ρως πέρασε στην εποχή της πέραν των Ουραλίων; Και για πιο λόγο να μην ισχυρίζεται κανείς ότι όλοι η Κεντρική και Δυτική Ευρώπη πρέπει να υπαχθεί στο Ρωσικό κράτος;

Η αντίληψη περί φυσικών γεωπολιτικών ορίων είναι άκρως επιφανειακή, παράλογα αντιφατική και μη ιστορική.  Το κύριο, το καθοριστικό στοιχείο στην ανάπτυξη τόσο του κόσμου συνολικά, όσο και ξεχωριστών χώρων δεν είναι η γεωπολιτική, δεν είναι τα γεωπολιτικά συμφέροντα, αλλά το επίπεδο και ο χαρακτήρας της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, ο τύπος των σχέσεων παραγωγής. Αιώνια, φυσικά γεωπολιτικά όρια δεν υπήρξαν ποτέ και δεν υπάρχουν. Τα γεωπολιτικά σύνορα και τα γεωπολιτικά συμφέροντα αλλάζουν μαζί με την αλλαγή των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής. Και εάν κάποιος άνθρωπος θέλει να είναι μαρξιστής, εάν αντιλαμβάνεται την ουσία των διαδικασιών που εκτυλίσσονται, δεν μπορεί και δεν πρέπει να προτάσσει την γεωπολιτική, θέτοντάς την στο προσκήνιο και κατ’ αυτό τον τρόπο αναδεύοντας τα μυαλά των ανθρώπων με το «διαβολικό» (και ας το πούμε ευθέως - αστικό) σκάλεθρό του.

Η απουσία ταξικής προσέγγισης του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ που παρατηρείται στο «Μανιφέστο της ΛΠΕΡ», κάθε άλλο παρά συνδέεται με την ιδιαιτερότητα αυτού του εγγράφου. Αυτή η ανεπάρκεια χαρακτηρίζει εν γένει τον Γ. Α. Ζιουγκάνοφ κατά την ερμηνεία του κράτους. Το κράτος γίνεται αντιληπτό μόνον ως εργαλείο, όπως το μαχαίρι. Με το μαχαίρι μπορούμε να κόψουμε διάφορα αντικείμενα που υπόκεινται στην επενέργειά του, αλλά σε όλες τις περιπτώσεις ένα μαχαίρι – αν και μπορεί να αμβλυνθεί η κόψη του, να φθαρεί – εξακολουθεί να παραμένει μαχαίρι, η υφή του παραμένει εξωτερική έναντι των υλικών στα οποία επενεργεί.

Η εξέταση του κράτους μόνον ως εργαλείου, υποδηλώνει ότι υιοθετείται μια αποκλειστικά φορμαλιστική προσέγγιση του κράτους, σε πλήρη απόσπαση από το περιεχόμενό του. Αυτό κάνουν φερ’ ειπείν οι «δημοκράτες» όταν χαρακτηρίζουν την ΕΣΣΔ κατά κύριο λόγο είτε αποκλειστικά ως «ολοκληρωτικό» κράτος και σε αυτή τη βάση προβαίνουν σε μια ταύτιση του φασιστικού κράτους με την ΕΣΣΔ.

Ωστόσο το κράτος ως προς το περιεχόμενό του αποτελεί κοινωνικές σχέσεις εντός ορισμένης σφαίρας της ζωής της κοινωνίας. Η ουσία του κράτους δεν έγκειται στη διοίκηση (διοίκηση μπορεί να ασκείται  και εκτός κράτους).

Στον Φ. Ένγκελς οφείλουμε μια εύστοχη αναφορά στην ουσία του κράτους: «Εφ’ όσον το κράτος ανέκυψε από την ανάγκη τιθάσευσης της αντίθεσης των τάξεων, εφόσον ανέκυψε επίσης μέσα στις ίδιες τις συγκρούσεις αυτών των τάξεων έπεται ότι κατά γενικό κανόνα συνιστά το κράτος τις πλέον ισχυρής, της οικονομικά κυρίαρχης τάξης, η οποία με τη βοήθεια του κράτους καθίσταται επίσης πολιτικά κυρίαρχη τάξη και κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκτά νέα μέσα για την καταστολή και την εκμετάλλευση της καταπιεσμένης τάξης»[11].

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ουσία του κράτους έγκειται στο γεγονός ότι είναι μια οργάνωση, μέσω της οποίας η οικονομικά κυρίαρχη τάξη πραγματώνει την πολιτική κυριαρχία της για την καταστολή και την εκμετάλλευση της καταπιεσμένης τάξης.

Από αυτόν τον ορισμό έπεται, ότι εάν κάποιος τρέφει ελπίδες περί αποκλειστικά ειρηνικών οδών και μέσων αγώνα - και αυτός ακριβώς είναι ο προσανατολισμός που δίνει ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ στο ΚΚΡΟ - πρόκειται τουλάχιστον περί αυταπάτης, ουτοπίας εάν όχι για κάτι χειρότερο.

Άγνοια του ταξικού χαρακτήρα του κράτους δεν σημαίνει τίποτε άλλο εκτός από άγνοια της ουσίας του, του περιεχομένου του. Η εργαλειακή, φορμαλιστική και μη ταξική προσέγγιση του κράτους είναι στοιχεία, τα οποία δεν προσιδιάζουν μόνο στο «Μανιφέστο της ΛΠΕΡ», αλλά και σε άλλα έργα του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ, όπως π.χ. και στην προαναφερθείσα εισήγησή του, η οποία απευθυνόταν προπαντός σε κομμουνιστές.

Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε ολόκληρη σειρά χωρίων όπου εκδηλώνεται αυτή η προσέγγιση. Εδώ θα σταθούμε μόνο σε έναν αρκούντως χαρακτηριστικό συλλογισμό του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ:

«Για εμάς η ενίσχυση του Ενωσιακού κράτους είναι το κυριότερο καθήκον. Αρχικά ένωση Ρωσίας και Λευκορωσίας. Στη συνέχεια προσχώρηση σε αυτήν Ουκρανίας και Μολδαβίας και τελικά ένταξη στη νέα Ένωση των σημερινών κρατών της Υπερκαυκασίας και της Κεντρικής Ασίας. Μας φαίνεται ότι αυτή πρέπει να είναι η σειρά των ενοποιητικών δράσεων».[12]

Εδώ εκπίπτει το κύριο ερώτημα: μπορούν άραγε οι κομμουνιστές να διευθετήσουν αυτό το καθήκον παραμένοντας στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού κράτους της Ρωσίας; Κατά την άποψή μας εάν κάποιος θέτει τέτοιο καθήκον, χωρίς να αναφέρεται ρητά και καθαρά ότι αυτό δεν μπορεί να διευθετηθεί χωρίς την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και χωρίς την εξάλειψη της κυριαρχίας του κεφαλαίου, τότε στην καλλίτερη περίπτωση αυτό συνιστά αυταπάτη.

Η πλήρης απροσδιοριστία στο ζήτημα του είδους του Ενωσιακού κράτους για την ενίσχυση του οποίου γίνεται λόγος, στο εάν θα είναι κεφαλαιοκρατικό ή σοσιαλιστικό, μαρτυρεί την παρουσία της αντίληψης, κατά την οποία ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους, το περιεχόμενό του είναι δήθεν κάτι το αδιάφορο, άνευ σημασίας.

Εξίσου απατηλή, ουτοπική και επιφανειακή είναι και η συνέχεια αυτού του συλλογισμού: «προς το παρόν [δηλ. επικυριαρχίας του κεφαλαίου, στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού κράτους; - Β. Β.] είναι άκρως σημαντική η αποκατάσταση ενιαίου οικονομικού χώρου Ρωσίας και Λευκορωσίας. Είναι απαραίτητη ενιαία τιμολογιακή πολιτική στον ενεργειακό τομέα και στις συγκοινωνίες. Ήλθε ο καιρός να δοθεί προτεραιότητα δοθεί προτεραιότητα σε λευκορωσικά εμπορεύματα στις αγορές της Ρωσίας και των άλλων χωρών της ΚΑΚ*.

Επιλύνοντας τα οικονομικά προβλήματα  εμείς [ποιοι είμαστε «εμείς»; Από ποιόν θα «δοθεί προτεραιότητα»; Μήπως είναι οι κομμουνιστές στην εξουσία και όχι το κεφάλαιο; Στο «εμείς» συμπεριλαμβάνεται και ο Πούτιν, και η «Ενότητα» και η «Πατρίδα»**; Πως είναι δυνατόν να αναφέρει «εμείς» σ’ αυτό το πλαίσιο; - Β.Β.] ισχυροποιούμε τις θέσεις της ρώσικης γλώσσας και σταθερά βαδίζουμε προς την πολιτική ένωση. Εμείς [ έμφαση δική μας – Β. Β.] προσεγγίζουμε την δημιουργία ενιαίων κρατικών δομών, ενόπλων δυνάμεων και οργάνων της δημόσιας τάξης, την εξασφάλιση αμοιβαίας υποστήριξης στην εξωτερική πολιτική. Και επ’ αυτού είναι άκρως σημαντικό να μην επιτρέψουμε να συνθλιβούν τα θεμέλια του σοσιαλισμού στην οικονομία, στην κοινωνική σφαίρα, και στην κρατική δομή της Λευκορωσίας μέσα στη μέγγενη των καταστροφικών μεταρρυθμίσεων της Ρωσίας. Αυτό είναι θέμα ιδιαίτερης συζήτησης…».[13]

Η ομιχλώδης, πολύσημη παρατήρηση περί «ιδιαίτερης συζήτησης»  δεν υπερβαίνει, αλλά επιτείνει την ασάφεια και την απατηλότητα των παραπάνω  αντιλήψεων: αν στην Λευκορωσία διατηρήθηκαν οι βάσεις του σοσιαλισμού, ενώ στην Ρωσία δεν πραγματοποιούνται απλώς  «καταστροφικές μεταρρυθμίσεις», αλλά κεφαλαιοκρατικές  μεταρρυθμίσεις, οι οποίες,  φυσικά, έχουν καταστροφικό χαρακτήρα για την υφιστάμενη μέχρι πρότινος οικονομία της Ρωσίας, τότε όσο στενότερη γίνεται η οικονομική ένωση της Λευκορωσίας με την κεφαλαιοκρατική  Ρωσία, με μια Ρωσία στην οποία κυριαρχεί το κεφάλαιο, τόσο καταστροφικότερα επιδρά ο καπιταλισμός της Ρωσίας (με το ασύγκριτα οικονομικό δυναμικό της Ρωσίας) στα θεμέλια  του σοσιαλισμού στην Λευκορωσία. Και ποιος μπορεί να το εμποδίσει αυτό τη στιγμή που – το τονίζουμε για πολλοστή φορά - το κεφάλαιο κυριαρχεί στη Ρωσία; !     

Θα έπρεπε με σαφήνεια και καθαρότητα να δηλώσει ότι η διατήρηση των θεμελίων του σοσιαλισμού στην Λευκορωσία κατά την ενδεχόμενη οικονομική και πολιτική ενοποίησής της με την Ρωσία είναι αδύνατη χωρίς την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από τις σοσιαλιστικές δυνάμεις στη Ρωσία.

Ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ είναι ρεφορμιστής. Ο ρεφορμισμός συνδέεται απαραιτήτως με την έλλειψη κατανόησης είτε (και) με την υποτίμηση του ταξικού χαρακτήρα του κράτους.

Στην πραγματικότητα αν ο καπιταλισμός μετεξελίσσεται μόνο βαθμηδόν (και, φυσικά, αποκλειστικά με ειρηνικούς τρόπους) σε κάποια άλλη κοινωνία, την οποία θεωρούν σοσιαλιστική, τότε εξαφανίζεται  το ποιοτικό ορόσημο, το διαχωριστικό όριο  μεταξύ του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού και το κράτος μιας τέτοιας κοινωνίας παρουσιάζεται ως μη ταξικό, αποκλειστικά και μόνο ως εργαλείο διοίκησης.

Η δραστηριότητα του   Γ. Α. Ζιουγκάνοφ πραγματοποιείται σε σημαντικό βαθμό, μιλώντας με ευθύτητα, υπό τη σημαία της σύγκλισης κεφαλαιοκρατίας  και σοσιαλισμού  και - ανεξάρτητα από τον αν ο ίδιος έχει ή δεν έχει επίγνωση αυτού του γεγονότος - αυτή η ιδέα αποτελεί στην ουσία της μιαν αστική ιδέα, που είναι ευρέως διαδεδομένη μεταξύ των σοσιαλδημοκρατών, όμως είναι εντελώς απαράδεκτη για τους πραγματικούς κομμουνιστές, για το πραγματικό κομμουνιστικό κόμμα.

Στην Ρωσία συνειδητός, θερμός και παλιός εκπρόσωπος της ιδέας της σύγκλισης κεφαλαιοκρατίας και σοσιαλισμού είναι ο Ε. Μ. Πριμακόφ, ο οποίος μέχρι πρόσφατα ήταν επικεφαλής της ομάδας «Πατρίδα» στην Κρατική Δούμα,  η οποία τώρα έχει συγχωνευθεί με την «Ενότητα».

Όλα τα προαναφερθέντα αποκαλύπτουν την πραγματικά «ασυμβίβαστη» θέση του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ σε σχέση με την κυρίαρχη εξουσία του κεφαλαίου στη Ρωσία.

Εδώ δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε την εσφαλμένη προσαρμογή της θέσης του Β.Ι.Λένιν στη δική του: «Οδηγός για εμάς ήταν και παραμένει η θέση του Β.Ι.Λένιν: «να εκφράζεις την «επαναστατικότητα» σου μόνο με υβρεολόγιο για τον κοινοβουλευτικό οπορτουνισμό, μόνο με την απόρριψη της συμμετοχής στο κοινοβούλιο είναι πολύ εύκολο, εξαιτίας του ότι είναι κάτι το υπερβολικά εύκολο. Αυτό δεν αποτελεί επίλυση ενός δύσκολου, του δυσκολότερου προβλήματος. Της δημιουργίας μιας πραγματικά επαναστατικής [ έμφαση δική μας – Β. Β.] κοινοβουλευτικής ομάδας στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια είναι κατά πολύ δυσκολότερο…».

Καταφανώς, ο  Β. Ι. Λένιν εντοπίζει ότι η δυσκολία του προβλήματος δεν συνίσταται  στο να δημιουργήσει κανείς μια κοινοβουλευτική ομάδα, αλλά στο να δημιουργήσει μια «πραγματικά επαναστατική» ομάδα στο κοινοβούλιο.   Όμως, ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ θεωρεί ότι τα περιθώρια των επαναστάσεων έχουν εξαντληθεί. Τι απομένει από την πραγματικά επαναστατική κοινοβουλευτική ομάδα και τις δυσκολίες που συνδέονται μ’ αυτήν; Αυτή η στάση  δεν έχει καμιά σχέση με τη  θέση του Β. Ι. Λένιν.

Είναι  εξαιρετικά ενδεικτικό ότι ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ αναζητεί και ανακαλύπτει  στην ύπαρξη μιας «μεσαίας τάξης» το κοινωνικό υπόβαθρο των  θέσεών του. Η αντίληψη περί «μεσαίας τάξης» αποτελεί μια μη μαρξιστική θεώρηση των τάξεων που έχει προταθεί από αστούς ιδεολόγους. Ως βασικό κριτήριο για την διάκριση των τάξεων θεωρείται η ποσότητα του εισοδήματος, ή ο μισθός, ενώ σύμφωνα με την μαρξιστική θεώρηση των τάξεων το σημαντικότερο ζήτημα είναι η σχέση προς τα μέσα παραγωγής και όλα τα υπόλοιπα γνωρίσματα των τάξεων απορρέουν  απ’ αυτή τη σχέση. Ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ επαναλαμβάνει στην εισήγησή του την αστική, επιφανειακή ιδέα περί «μεσαίας τάξης» και αναφέρεται στην αναγκαιότητα στήριξης ειδικά σ’ αυτήν, φανερώνοντας για μιαν ακόμη φορά τον μη μαρξιστικό χαρακτήρα των αντιλήψεων του περί τάξεων και κοινωνικής βάσης του Κομμουνιστικού κόμματος.

Στο «Μανιφέστο της ΛΠΕΡ» του Γ.Α. Ζιουγκάνοφ βρίσκει την έκφρασή της η ιδεαλιστική άποψη (περί κατανόησης δεν μπορεί να γίνει λόγος) της ιστορίας, ο ιδεαλισμός στην ερμηνεία του κράτους και οι απόψεις αυτές είναι εσωτερικά συνδεδεμένες με την σοσιαλδημοκρατία, τον ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό του (αν και όχι μόνο μ’ αυτό, όπως θα δούμε παρακάτω).

Κατά την άποψή μας, θα ήταν ανακριβές να χαρακτηρίσουμε τις απόψεις του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ αποκλειστικά και μόνον ως σοσιαλδημοκρατικές, δηλαδή, - ως προς την κοινωνική τους φύση - μικροαστικές. Οι απόψεις του αποτελούν ένα συνονθύλευμα κοινωνικά ετερογενών ιδεών, όπου εκτός από τις σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις, σημαντική θέση κατέχουν αντιλήψεις χαρακτηριστικές για τους κοινοτικούς αγρότες, ιδιαίτερα της περιόδου της δρομολογηθείσας μεν, πλην όμως απέχουσας πολύ από την ολοκλήρωσή της αποσύνθεσης της γεωργικής κοινότητας, της μη ολοκληρωμένης υπέρβασης παραδόσεων, αντιλήψεων, ηθών κ.ο.κ. που  αντιστοιχούν σ’ αυτήν. 

Η γεωργική κοινότητα διατηρήθηκε επί πολλούς αιώνες σε πολλούς λαούς του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας. Με την εμφάνιση της κεφαλαιοκρατίας στη Ρωσία αφενός μεν, η γεωργική κοινότητα εντάχθηκε σε μια πορεία αποσύνθεσης και ταξικής της διαφοροποίησής της. Και, αφετέρου δε, η κοινότητα στον μεν είτε στον δε βαθμό εξακολουθούσε να υπάρχει.

Στους αντιπάλους μας που θεωρούν ότι το 1917 η κεφαλαιοκρατία   είχε διαλύσει πλήρως την κοινότητα και ότι αυτό δήθεν  αφορά ακόμη περισσότερο την μετεπαναστατική κατάσταση της ρώσικης αγροτιάς, θα απαντήσουμε με τα παρακάτω στοιχεία:

«Το 1917 τυπικά από τις κοινότητες του αναδασμού αποχώρησε μόνο το ένα τρίτο της αγροτιάς και οι δυνάμεις τους ήταν  κατακερματισμένες και διάσπαρτες, επειδή οι μισοί από αυτούς ζούσαν στα μετόχια και στα αγροκτήματά τους, ενώ οι άλλοι μισοί διέμεναν στους παλιούς τόπους κατοικίας και υπήρχε ένταση στις σχέσεις τους με τους κοινοτικούς αγρότες. Ακόμη το ένα τρίτο της αγροτιάς είχε αμφιβολίες και ταλαντευόταν, αλλά παρέμενε  παρ’ όλα αυτά στην κοινότητα.  Σε αντιδιαστολή μ’ αυτούς το 41% των αγροτών από θέσεις αρχής διατηρούσαν την εμπιστοσύνη τους στην κοινότητα και ήταν συσπειρωμένοι και αποφασιστικοί. Ο τεράστιος εν δυνάμει αναδασμολογητέος κλήρος με την μορφή των γαιών των μεγαλογαιοκτημόνων   (49 εκατομμύρια εκτάρια) και των μικροϊδιοκτητών γης (19 εκατομμύρια εκτάρια) μετέτρεψε τους αμφιταλαντευόμενους σε υποστηρικτές της κοινότητας του αναδασμού».[14]  

Το 1922 στη Σοβιετική Ρωσία το 85% του συνόλου των γαιών ήταν κοινοτικής  ιδιοκτησίας...[15]

Τώρα λοιπόν ας αναρωτηθούμε: θα μπορούσε άραγε η σύσταση και η ύπαρξη των κολχόζ επί μερικές δεκαετίες να ξεπεράσει τα κατάλοιπα της κοινοτικής συγκρότησης των αγροτών, τις παραδόσεις, τα ήθη τους κ.ο.κ., τη στιγμή που ακόμα και οι αγρότες που έχουν μετοικήσει στις πόλεις και ζουν στις πόλεις επί πολλά χρόνια, συχνά διατηρούν μέχρι σήμερα συνήθειες, αντιλήψεις, παραδόσεις, αναμνήσεις, χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς κ.ο.κ., που προσιδιάζουν στα μέλη της γεωργικής κοινότητας;  Επιπλέον αν το καλοσκεφτούμε, θα διαπιστώσουμε ότι τα κολχόζ έχουν γνωρίσματα μεταβατικής οργάνωσης του υποστατικού. Τα κολχόζ στην ΕΣΣΔ  αφ’ ενός μεν έκαναν χρήση ενός κοινωνικού [δημόσιου] αγαθού – της γης, αφ’ ετέρου δε η ιδιοκτησία τους ήταν συλλογική, της δεδομένης ομάδας [κολεκτίβας] και υπό αυτή την έννοια δεν ήταν παλλαϊκή, δεν ανήκε στο σύνολο της κοινωνίας.

Γι’ αυτό λοιπόν όταν απεβίωσε ο σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ και είχε ως επακόλουθο την απογοήτευση εκατομμυρίων μαζών από τις σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ιδέες και άρχισε να κυριαρχεί η κεφαλαιοκρατική ιδεολογία, ο πληθυσμός της χώρας, ο οποίος δεν υιοθέτησε την κεφαλαιοκρατική ιδεολογία και στο μεν είτε στο δε βαθμό απογοητεύθηκε από την κομμουνιστική ιδεολογία, στράφηκε προς παραστάσεις, παραδόσεις κ.ο.κ. προκεφαλαιοκρατικές ως προς την ουσία και την προέλευσή τους. Απεδείχθη λοιπόν ότι τα πλέον οικεία για το μεγαλύτερο μέρος αυτού του πληθυσμού, ήταν τα κατάλοιπα, οι παραδόσεις, οι δοξασίες κ.ο.κ. που προσιδιάζουν στη γεωργική κοινότητα (καθώς μεταξύ άλλων και μικροαστικές αντιλήψεις, γνωρίσματα της ψυχολογίας κ.λ.π., κ.ο.κ.).

Το εν λόγω μέρος του πληθυσμού (το οποίο είναι αρκετά μεγάλο) εξέφρασε και εκφράζει μια στάση απόρριψης της αστικής ιδεολογίας και της αστικής πραγματικότητας, αναζητά και θεωρεί ότι βρίσκει θετικά ιδεώδη στο προκεφαλαιοκρατικό παρελθόν. Και μάλιστα, γι’ αυτό το μέρος του πληθυσμού, η διάρθρωση κ.ο.κ. του προκεφαλαιοκρατικού παρελθόντος προβάλλει ως το επιθυμητό μέλλον. Η κίνηση προς τα πίσω εκλαμβάνεται ως κίνηση προς το εμπρός, η αντίδραση ως πρόοδος. Κατά τρόπο παρόμοιο με τους «δημοκράτες», οι οποίοι τον καιρό της «περεστρόικα» αυτοαποκαλούνταν «αριστερά», ενώ στην πραγματικότητα – όπως άλλωστε το παραδέχθηκαν και οι ίδιοι στη συνέχεια – ήταν δεξιοί, ενώ αποκαλούσαν τους πραγματικούς αριστερούς «δεξιούς». Και αυτό ήταν φυσικό, δεδομένου ότι εξελάμβαναν και παρουσίαζαν την αστική αντεπανάσταση, δηλαδή την αντίδραση, ως πρόοδο, ως επανάσταση. Πράγματι, για όσους είχαν στρέψει τα νώτα τους στην προοδευτική πορεία της ιστορίας, η αριστερά έγινε δεξιά και η δεξιά – αριστερά, μέχρι να επικρατήσει μια πιο νηφάλια άποψη για τα τεκταινόμενα στην «μετα – μεταρρυθμιστική» Ρωσία.*

Αυτές οι αναζητήσεις ιδεωδών, παραδόσεων, δοξασιών κ.ο.κ. στο προκεφαλαιοκρατικό παρελθόν, είναι φαινόμενο αντιφατικό. Αφ’ ενός μεν συνιστούν αντικειμενικά αντίδραση και μάλιστα αντίδραση βαθύτερη από την κεφαλαιοκρατική. Αφ’ ετέρου δε 1) εδώ εκφράζουν μια συγκαλυμμένη, στρεβλή, αλλά υπαρκτή διαμαρτυρία αρκετά ευρέων στρωμάτων του πληθυσμού της Ρωσίας εναντίον της κεφαλαιοκρατικής πραγματικότητας και 2) η ίδια η στροφή στο παρελθόν δεν είναι καθ’ ολοκληρία αρνητικού χαρακτήρα. Το όλο ζήτημα έγκειται στο τι είναι εκείνο που επιδιώκουν να παλινορθώσουν που προσλαμβάνουν [αυτοί οι άνθρωποι] από τις προκεφαλαιοκρατικές μορφές της ζωής της κοινωνίας.

Η ανάπτυξη της ιστορίας ακολουθεί μιαν ελικοειδή ανέλιξη. Εάν διακρίνουμε από τη συνολική ανάπτυξη μια σημαντική συνιστώσα της, όπως είναι η ανάπτυξη της ιδιοκτησίας, μπορούμε να επισημάνουμε ότι η ιδιοκτησία αναπτύσσεται από την πρωτόγονη κοινοτική προς την ιδιωτική και τελικά προς την κοινωνική ιδιοκτησία. Το κάθε στάδιο αυτής της ελικοειδούς ανάπτυξης συνιστά και άρνηση του προγενέστερου και διατήρηση σε ανηρμένη, μετασχηματισμένη μορφή των κεκτημένων των προγενέστερων σταδίων. Το τελικό σημείο της σπείρας της έλικος είναι γενικά, τρόπον τινά επιστροφή στο αφετηριακό. Κατ’ αυτό τον τρόπο η κοινωνική ιδιοκτησία είναι κοινή ιδιοκτησία και συνιστά, τρόπον τινά, επιστροφή στην αφετηριακή κοινή μορφή ιδιοκτησίας. Ωστόσο εδώ πρόκειται μόνον περί τρόπον τινά επιστροφής, διότι πρέπει να επισημάνουμε ότι η αφετηριακή μορφή – κοινή ιδιοκτησία [κοινοκτημοσύνη] μέρους της κοινωνίας, μιας ξεχωριστής ομάδας [συλλογικότητας] – της κοινότητας του γένους αρχικά, της γεωργικής κοινότητας αργότερα, ενώ η τελική μορφή αυτής της σπείρας της έλικος είναι η κοινή ιδιοκτησία του συνόλου της κοινωνίας.

Γνωρίσματα αυτής της τρόπον τινά επιστροφής του τελικού σταδίου αυτής της σπείρας της έλικος στο αφετηριακό δεν υπάρχουν μόνον αναφορικά με την ιδιοκτησία, αλλά εκ των πραγμάτων, διατρέχουν όλες τις πλευρές της ζωής της κοινωνίας.

Δυστυχώς, όμως, εδώ κατά την επιστροφή σε προκεφαλαιοκρατικές αντιλήψεις, δοξασίες, παραδόσεις κ.ο.κ. αυτή η στροφή σε προκεφαλαιοκρατικά ιδεώδη (εδώ εννοούμε κατά κύριο λόγο την κοινοτική ζωή) δοξασίες, παραδόσεις κ.ο.κ. πραγματοποιείται αυθόρμητα, χωρίς τη γνώση, χωρίς την ικανότητα διάκρισης αυτού που είναι απαραίτητο να διατηρηθεί σε μετασχηματισμένη μορφή από το προκεφαλαιοκρατικό παρελθόν, συμπεριλαμβανομένης και της κοινοτικής ζωής. Και αυτό συμβαίνει διότι δεν γίνεται αντιληπτή η γενική πορεία της ιστορίας και στην καλύτερη περίπτωση υπάρχει στρεβλή αντίληψη του κομμουνισμού συνολικά, αλλά και του σοσιαλισμού, ενώ στη χειρότερη περίπτωση έχουμε συνολική απόρριψη του κομμουνισμού. Μάλιστα εδώ υπάρχει σύγχυση αυτού το οποίο πράγματι είναι απαραίτητο να διατηρηθεί στο παρόν και το μέλλον από την κοινοτική ζωή και εκείνου το οποίο είναι καθ’ όλα αντιδραστικό και καθ’ όλα παρωχημένο. Τουναντίον, στα πλαίσια τέτοιου τύπου αυθόρμητης προσέγγισης, μπορούν να εκπέσουν εντελώς του οπτικού πεδίου μερικά πολύτιμα για το μέλλον γνωρίσματα του προκεφαλαιοκρατικού παρελθόντος. Η συνειδητή και συνεπής διατήρησή τους (εξυπακούεται, σε μετασχηματισμένη μορφή) είναι εφικτή μόνον από τη θέση [από το ύψος, από την οπτική γωνία] του τελικού σταδίου της σπείρας της έλικος της ιστορίας που βιώνει σήμερα η ανθρωπότητα: από τη συνειδητή και συνεπή κομμουνιστική θέση.

Οι απόψεις του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ αποτελούν σε σημαντικό βαθμό έκφραση μιας στροφής προς επιβιώσεις του προκεφαλαιοκρατικού παρελθόντος προς αντιλήψεις, δοξασίες, ήθη και παραδόσεις που προσιδιάζουν στους αγρότες της κοινότητας και διατηρούνται σε ποικίλους βαθμούς, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές. Όλα αυτά δεν έχουν ξεπεραστεί πλήρως ούτε και στον πληθυσμό πόλεων, ο οποίος κατέφθασε στις πόλεις από τα χωριά και ζει σε αυτές επί σχετικά βραχύ από ιστορικής πλευράς χρονικό διάστημα (στα πλαίσια της αλληλουχίας μιας, δυο είτε ακόμα και – σε συνάρτηση με άλλους όρους – περισσότερων γενεών). Η έκφραση αυτής της στροφής έχει ανακύψει αυθόρμητα και προωθείται αυθόρμητα, επομένως πάσχει από σοβαρούς περιορισμούς.

Για να γίνουν αντιληπτές αυτές οι επιβιώσεις είναι απαραίτητο να στραφούμε στη ρωσική κοινότητα. Η ρωσική κοινότητα κατά τη διάρκεια της «χιλιετούς» ιστορίας της υπήρχε κατά βάση υπό φεουδαρχικές συνθήκες και στη συνέχεια σε συνθήκες εμφάνισης και διαμόρφωσης της κεφαλαιοκρατίας. Η αλήθεια είναι ότι η κεφαλαιοκρατία μέχρι την Μεγάλη Οκτωβριανή σοσιαλιστική επανάσταση δεν κατόρθωσε να γίνει κυρίαρχη στη ζωή της Ρωσίας. Η γεωργική κοινότητα μεταλλασσόταν κατά τη διάρκεια της «χιλιετούς» ιστορίας της και ιδιαίτερα με την ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας που είχε ως αποτέλεσμα την εντατική διάλυση της κοινότητας στις τάξεις εκείνες που προσιδιάζουν στην κεφαλαιοκρατία. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, όπως αναφέραμε και παραπάνω, η γεωργική κοινότητα εξακολουθούσε να διατηρείται στον μεν είτε στο δε βαθμό μέχρι το 1917, αλλά και επί ορισμένο χρονικό διάστημα και μετά το 1917.

Όσον αφορά το ζήτημα που μας ενδιαφέρει στο παρόν άρθρο, δηλαδή το ζήτημα της παρουσίας στις απόψεις του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ καταλοίπων, χαρακτηριστικών για τα μέλη της γεωργικής κοινότητας, θα διακρίνουμε μερικά ουσιώδη γνωρίσματα της ιδεολογίας εκείνης που προσιδιάζει στον αγροτικό κόσμο της κοινότητας.

Ένα τέτοιο γνώρισμα – το οποίο διατηρείται στο βαθμό που οι αγρότες παραμένουν ακριβώς κοινοτικοί αγρότες – είναι η συλλογικότητα. Ωστόσο δεδομένου ότι εδώ πρόκειται περί κοινοτικής συλλογικότητα, εξυπακούεται ότι αυτή διακρίνεται για τη διαφόρων διαβαθμίσεων τοπική εσωστρέφειά της. Πάνω σε αυτή τη βάση, μεταξύ άλλων αναφύονται και απόψεις περί τοπικής εξαιρετικότητας. Με το σχηματισμό ενιαίου συγκεντροποιημένου κράτους (στη Ρωσία η διαδικασία αυτή εκτυλίχθηκε σε συνθήκες φεουδαρχίας), αφ’ ενός μεν οι γεωργικές κοινότητες άλλαξαν μεν αλλά κάθε άλλο παρά εξέλιπαν, όπως δεν εξέλιπαν και οι αντιλήψεις μιας εκάστης των κοινοτήτων, της κάθε  τοπικότητας τόσο ως ιδιαίτερης, θα έλεγε κανείς, μικρής πατρίδας, όσο και περί της ιδιαίτερης τοπικής εξαιρετικότητας του καθενός.  Αφετέρου δε, αυτή η αντίληψη περί τοπικής εξαιρετικότητας υπέστη επίσης κατά κάποιο τρόπο τις επιπτώσεις της συγκεντροποίησης, διογκώθηκε μέχρι τα πλαίσια του συνόλου του ενοποιημένου φεουδαρχικού ρωσικού κράτους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, βαθμηδόν μορφοποιούταν η ιδέα περί εξαιρετικότητας της Ρωσίας, του ρωσικού κράτους, διαμορφωνόταν αυτό το οποίο αποκαλούν τώρα «εθνική ιδέα της Ρωσίας».

Το φεουδαρχικό κράτος, όπως άλλωστε και οι εν πολλοίς διατηρούμενοι εντός του γεωργική κοινότητα, είναι ως επί το πλείστον επίσης τοπικό κλειστό μόρφωμα, αν και σε σύγκριση με την κοινότητα, θα έλεγε κανείς ότι ο βαθμός ερμητικότητας. Εάν οι πηγές της  «εθνικής ιδέας της Ρωσίας» βρίσκονται στη γεωργική κοινότητα, η διαμόρφωσή της πραγματοποιείται στα πλαίσια του φεουδαρχικού κράτους της Ρωσίας, υπό την αιγίδα του, από τους ιδεολόγους της φεουδαρχίας (είτε αυτή παίρνει τη μορφή της ιδεολογίας της Μόσχας ως τρίτης Ρώμης, είτε τη μορφή των σλαβόφιλων, είτε κάτι παρόμοιο με αυτά). Οι άνθρωποι που διατηρούν στον ένα ή στον άλλο βαθμό κοινοτικές επιβιώσεις, αντιλήψεις περί τοπικής εξαιρετικότητας, αφομοιώνουν με αρκετή ευκολία την ιδέα περί εξαιρετικότητας του ρωσικού λαού, του κράτους της Ρωσίας, περί «εθνικής ιδέας της Ρωσίας», δηλαδή αντιλήψεις ως προς την βασική υφή τους φεουδαρχικές μεν, αλλά με «ανεπτυγμένη» μορφή.

Η κεφαλαιοκρατία, σε αντιδιαστολή με τη φεουδαρχία είναι ως προς τη φύση της κοσμοπολίτικη: η ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας οδηγεί σε τελευταία ανάλυση στο σχηματισμό ενός ενιαίου παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, συνθλίβοντας είτε εκτοπίζοντας από το δρόμο της κάθε τοπική εθνοτική, εθνική, κρατική, γλωσσική, πολιτισμική κ.λ.π. ερμητικότητα.

Εξυπακούεται ότι στην περίπτωση που θα γίνουν αντιληπτές και θα υποστηριχθούν με συνέπεια οι θέσεις της κεφαλαιοκρατίας, ούτε η όποια «εθνική ιδέα της Ρωσίας», ούτε και πολιτισμική, γλωσσική, εθνοτική, είτε εθνική ερμητικότητα δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτή σε τελευταία ανάλυση.

Η «εθνική ιδέα της Ρωσίας» και τα παρεμφερή με αυτήν ιδεολογήματα μπορούν να βρουν αποδέκτες μόνο στο τοπικό, εθνικό κεφάλαιο όσο και εφόσον αυτό παραμένει ασθενές για να ριχθεί στον ωκεανό της παγκόσμιας ανταγωνιστικής διαπάλης των κεφαλαίων.  Ωστόσο μόλις αυτό το κεφάλαιο ενισχυθεί σε βαθμό που θα καταστεί ικανό να ενταχθεί στον παγκόσμιο ανταγωνισμό των κεφαλαίων, θα του είναι πλέον άχρηστα και ενοχλητικά τα στενά πλαίσια ιδεολογημάτων τύπου «εθνικής ιδέας της Ρωσίας». Η λεγόμενη «παγκοσμιοποιημένη ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας είναι η φυσικοϊστορική διαδικασία ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας στο ανώτατο στάδιό της.

Ο όρος «παγκοσμιοποίηση» είναι δάνειος από την αστική βιβλιογραφία και δεν εκφράζει επακριβώς την ουσία αυτής της διαδικασίας. Ο μαρξιστής δεν έχει να αντιπαραθέσει στην «παγκοσμιοποίηση», στον αστικό κοσμοπολιτισμό καμία «εθνική ιδέα της Ρωσίας», είτε «ιδέα του Ισλάμ», είτε κάποια άλλη «Ιδέα», ούτε και διάφορες εθνικές, πολιτισμικές, γλωσσικές, γεωπολιτικές κ.ο.κ. εξαιρετικότητες. Η απάντησή του δεν είναι ο εθνικισμός, αλλά ο διεθνισμός.

Κατά την άποψή μας στις ποικίλες αντιλήψεις περί «έθνους», «εθνικισμού» και «διεθνισμού» βασιλεύει ένα χάος, ενώ η έννοια «αστικός κοσμοπολιτισμός» δεν χρησιμοποιείται καν.

Εάν στο μαρξισμό υπό τον όρο «έθνος» γίνεται αντιληπτό ένα μόρφωμα, το οποίο ανακύπτει με την εμφάνιση της κεφαλαιοκρατίας και δεν υφίσταται προ της κεφαλαιοκρατίας, το οποίο μεταξύ των ουσιωδών γνωρισμάτων του δεν συμπεριλαμβάνει μόνο ενιαία έκταση, γλώσσα και πολιτισμό, αλλά και ενιαία ξεχωριστή οικονομία, στις μέρες μας στους κύκλους της αντιπολίτευσης το έθνος συγχέεται με το λαό, με τη φυλή, είτε με την ένωση φυλών κ.ο.κ.

Από τη σκοπιά του μαρξιστή η ξεχωριστή εθνική (ακριβώς εθνική) οντότητα, η οποία έχει γεννηθεί από την κεφαλαιοκρατία κατά τα σχετικά πρώιμα στάδια της ανάπτυξής της, αρχίζει στη συνέχεια να καταστρέφεται από την ίδια την κεφαλαιοκρατία, όπως και κάθε άλλη μεμονωμένη οντότητα και τοπική ερμητικότητα (οικονομική, πολιτική, πολιτισμική, γλωσσική…).  Είναι ανέφικτη  και ουτοπική η αποτροπή της ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας ως παγκόσμιου συστήματος.

Ο μαρξιστικός διεθνισμός παρουσιάζει μια ομοιότητα με τον αστικό κοσμοπολιτισμό κατά το γεγονός ότι παραδέχεται αυτή την τάση ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας, βλέπει ότι εδώ δρα μια αντικειμενική νομοτέλεια.

Ωστόσο απ’ εδώ δεν συνάγεται το συμπέρασμα ότι μαρξιστικός διεθνισμός και αστικός κοσμοπολιτισμός είναι ένα και το αυτό, είτε συγγενείς έννοιες. Στα πλαίσια της αντιπολίτευσης πολλοί εκλαμβάνουν τη λέξη «διεθνισμός» ως εξευτελιστική, ως υβριστική. Ωστόσο αυτό είναι κάτι ανάλογο με το να ταυτίζει κανείς το δολοφόνο που ομολόγησε το φόνο, με τον δικαστή που του απήγγειλε ποινή, βάσει του γεγονότος ότι και οι δυο παραδέχθηκαν το γεγονός του φόνου.

Ο αστικός κοσμοπολιτισμός είναι η ιδεολογία της δημιουργίας και τελειοποίησης του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος, ενός συστήματος το οποίο εδράζεται στην καταπίεση και στην εκμετάλλευση της πλειονότητας του παγκόσμιου πληθυσμού.

Ο μαρξιστικός διεθνισμός, στηριζόμενος στην φυσικο – ιστορική νομοτέλεια της ανάπτυξης της ιστορίας, θέτει ως στόχο του τη δημιουργία του παγκόσμιου συστήματος του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, ενός συστήματος ελεύθερου από καταπίεση και εκμετάλλευση, ενός συστήματος στο οποίο η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός θα αποτελεί όρο της ελεύθερης ανάπτυξης όλων. Ο μαρξιστικός διεθνισμός προϋποθέτει απαραιτήτως τον σχηματισμό της ενιαίας ελεύθερης ανθρωπότητας, διατηρώντας σε μετασχηματισμένη μορφή, ότι πολύτιμο υπήρξε στην ιστορία.

Ο εθνικισμός διαφέρει τόσο από τον αστικό κοσμοπολιτισμό όσο και από τον μαρξιστικό διεθνισμό κατά το ότι επιδιώκει πάσει θυσία να διατηρήσει την οικονομική, πολιτική, πολιτισμική, γλωσσική κ.ο.κ. ξεχωριστή οντότητα [του έθνους], ακόμα και στην περίπτωση που αυτή η ξεχωριστή οντότητα αντιφάσκει με την νομοτελειακή πορεία της ιστορίας.

Σε αυτή την περίπτωση, βάσει της θέσης των εθνικιστών αστικός κοσμοπολιτισμός και μαρξιστικός διεθνισμός προβάλλουν ως κάτι το αδιαφοροποίητο, ως ένα και το αυτό. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Τρότσκι έχει γίνει φόβητρο μεταξύ των εθνικιστών (συμπεριλαμβανομένων και μερικών ηγετών του ΚΚΡΟ) για κανένα άλλο λόγο εκτός απ’ το γεγονός ότι προβάλλει στα μάτια τους ως ιδιότυπο σύμβολο του διεθνισμού.[16]

Ωστόσο εδώ πρόκειται περί κραυγαλέας σύγχυσης. Εάν ο αστικός κοσμοπολιτισμός είναι η ιδεολογία της ιδιοτέλειας, η ιδεολογία της βίας επί εθνών και λαών εκ μέρους των ιμπεριαλιστικών χωρών και του σημερινού κύριου κρίκου του παγκόσμιου κεφαλαίου – των πολυεθνικών εταιριών που προσεταιρίζονται τις διοικούσες ελίτ, τους διοικητικούς κύκλους των χωρών, εθνών και λαών που υφίστανται την καταπίεση και την εκμετάλλευση, ο μαρξιστικός διεθνισμός είναι η ιδεολογία του συνειδητού αγώνα υπέρ των θεμελιωδών συμφερόντων εκείνων που υφίστανται την καταπίεση και την εκμετάλλευση σ’ όλο τον κόσμο.  

Γι’ αυτό οι μαρξιστές, 1). όταν αναφέρονται στο έθνος, στο λαό δεν δίνουν έμφαση στο έθνος που ανήκει ο καθένας, αλλά στο εάν συγκαταλέγονται οι μεν, είτε οι δε εκπρόσωποι του έθνους, του λαού στους καταπιεστές ή στους καταπιεζόμενους, σε αυτούς που καρπώνονται, είτε σε αυτούς που υφίστανται την εκμετάλλευση. Βάσει αυτής της θέσης είναι εγγύτερος προς τον καταπιεσμένο ρώσο που υφίσταται την εκμετάλλευση ο καταπιεσμένος εβραίος που εξίσου υφίσταται την εκμετάλλευση, απ’ ότι ο ρώσος καταπιεστής και εκμεταλλευτής. 2). Εάν ο αστικός κοσμοπολιτισμός καταστρέφει άρδην κάθε τι το εθνικό, ότι προσιδιάζει στο δεδομένο λαό και ο εθνικισμός επιδιώκει να διατηρήσει άκριτα κάθε τι το εθνικό, κάθε τι το ιδιότυπο για το δεδομένο λαό, οι μαρξιστές διεθνιστές, εφόσον και στο βαθμό που είναι πράγματι διεθνιστές, επιδιώκουν να διατηρήσουν από το κάθε έθνος και από τον κάθε λαό, ότι δεν αντιφάσκει στη νομοτελειακή πορεία της ιστορίας, ότι διατηρεί τη σημασία του για την οικοδόμηση ενός κόσμου χωρίς το διχασμό μεταξύ καταπιεστών και καταπιεζόμενων, όλα εκείνα που καθιστούν εφικτή μια τέτοια ζωή επί Γης, όπου η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός θα αποτελεί τον όρο της ελεύθερης ανάπτυξης όλων. Και μάλιστα αυτό είναι κατ’ αρχήν εφικτό, από την άποψη του μαρξιστή, μόνο χωρίς άσκηση βίας επί εθνών και λαών που υφίστανται καταπίεση και εκμετάλλευση, διότι η βία συνιστά τρόπο καταπίεσης.

Ο εθνικισμός[17] με την ακραία μορφή του, με τη μορφή του σωβινισμού δεν κατευθύνεται πλέον απλώς στη διατήρηση των εθνικών, λαϊκών, φυλετικών κ.ο.κ. ιδιαιτεροτήτων σε οποιεσδήποτε μορφές, αλλά στην υποδαύλιση της έχθρας και του μίσους προς άλλα έθνη, λαούς, φυλές κ.ο.κ. στην καταπίεση και την υποταγή τους. Θα έλεγε κανείς ότι η πρώτη μορφή εθνικισμού είναι αμυντική, ενώ η δεύτερη – επιθετική. Φυσικά, παραμένοντας στα πλαίσια του εθνικισμού, επιρρεπή προς σωβινισμό είναι τα ισχυρότερα έθνη, λαοί, φυλές, εθνότητες.

Μεταξύ των εθνικιστών είναι σκόπιμο να διακρίνουμε επίσης τους οπαδούς του προκεφαλαιοκρατικού παρελθόντος και τους οπαδούς των καθ’ εαυτό εθνικών συμφερόντων, έχοντας υπ’ όψιν ότι τα καθ’ εαυτό έθνη σχηματίζονται μόνο επί κεφαλαιοκρατίας.

Η γενική πορεία ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας κατά βάσει καταστρέφει το προκεφαλαιοκρατικό παρελθόν. Όσον αφορά δε τα έθνη, επί κεφαλαιοκρατίας υφίστανται μόνο αστικά έθνη, δηλαδή μορφώματα εντός των οποίων ήδη υπάρχει η διαφοροποίηση μεταξύ κεφαλαιοκρατών του έθνους και εργατών. Η πορεία της ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας κατά τα πρώιμα στάδιά της οδηγεί στη διαμόρφωση των εθνών και επικεφαλής τέτοιων εθνών βρίσκεται η εθνική αστική τάξη. Ωστόσο όσο πιο πολύ μετατρέπεται η κεφαλαιοκρατία σε παγκόσμιο σύστημα, τόσο περισσότερο καταστρέφει τα αστικά έθνη που γέννησε η ίδια, τόσο περισσότερο προβάλλει στο προσκήνιο ο αστικός κοσμοπολιτισμός. Μάλιστα οι κοσμοπολίτικες τάσεις αρχίζουν να υπερτερούν προπαντός στην αστική τάξη των πλέον ανεπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών χωρών. Ο εθνικισμός των πλέον ανεπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών κρατών αποκτά κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, ο οποίος κατά την περαιτέρω ανάπτυξη του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος όλο και πιο πολύ προωθείται στο προσκήνιο σε σύγκριση με τον εθνικισμό. Ωστόσο μέχρι σήμερα, αλλά και στο εγγύς μέλλον ο αστικός κοσμοπολιτισμός των χωρών, οι πληθυσμοί των οποίων απαρτίζουν το προνομιούχο «χρυσό δισεκατομμύριο» είναι μάλλον απίθανο να υποσκελίσει πλήρως τον εθνικισμό της αστικής τάξης αυτών των χωρών. Από την άποψη της γενικής ιστορίας και εξετάζοντας την πορεία της σύγχρονης ιστορίας εν συνόλω πρέπει να πούμε ότι ο κύριος αντίπαλος των μαρξιστών είναι ο αστικός κοσμοπολιτισμός και σωβινισμός. Όσον αφορά δε τον αμυντικό εθνικισμό, η εθνική αστική τάξη μπορεί να αποτελέσει προσωρινό σύμμαχο, πρόκειται όμως για σύμμαχο εξαιρετικά ασταθή. Η εθνική αστική τάξη εν μέρει μπορεί μερικές φορές να προβεί σε συμμαχίες με τους κομμουνιστές, όσο αισθάνεται την αδυναμία της. Ωστόσο η εθνική αστική τάξη είναι μάλλον επιρρεπής προς εκποίηση των συμφερόντων του έθνους στην αστική τάξη των ανεπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών χωρών, είτε στο βαθμό που ενισχύει τη θέση της υιοθετεί σοβινιστικές θέσεις (αυτό είναι έκδηλο π.χ. στην αστική τάξη ισλαμικών χωρών).

Οι πραγματικοί κομμουνιστές είναι οπωσδήποτε διεθνιστές και είμαστε βαθύτατα πεπεισμένοι ότι δεν πρέπει να εκλαμβάνουν ως δική τους την όποια εθνικιστική (με την ευρεία έννοια της λέξης) «εθνική ιδέα της Ρωσίας». Σε αντίθετη περίπτωση δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να στοιχίζονται στην ουρά  των εθνικοπατριωτικών δυνάμεων.

Στην πραοαναφερθείσα εισήγησή του ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ παραθέτει τα λεγόμενα του Ι. Β. Στάλιν αναφορικά με τη σχέση των κομμουνιστών προς τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία και εθνική κυριαρχία και ισχυρίζεται ότι «σήμερα τίθεται ενώπιον των κομμουνιστών το ίδιο ακριβώς καθήκον, το οποίο έθετε ήδη ο Ι. Β. Στάλιν». Θα έλεγε κανείς ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ συμφωνεί με τον Ι. Β. Στάλιν. Ωστόσο υπάρχει ουσιώδης διαφορά αρχών μεταξύ της δικής του θέσης και της θέσης του Ι. Β. Στάλιν. Πράγματι, τι λέει ο Ι. Β. Στάλιν στο προαναφερθέν χωρίον;

«Κατά το παρελθόν η αστική τάξη θεωρούταν κεφαλή του έθνους, αυτή προασπιζόταν τα δικαιώματα και την ανεξαρτησία του έθνους, θέτοντάς τα «υπεράνω όλων». Τώρα δεν απέμεινε ούτε ίχνος από την «εθνική αρχή». Τώρα η αστική τάξη εκποιεί τα δίκαια και την ανεξαρτησία του έθνους αντί δολαρίων.  Έχει απεμπολήσει  το λάβαρο της εθνικής ανεξαρτησίας και της εθνικής κυριαρχίας.  Χωρίς αμφιβολία αυτό το λάβαρο θα χρειασθεί να το ανυψώσουμε εμείς, οι εκπρόσωποι των κομμουνιστικών και δημοκρατικών κομμάτων και να το προτάξουμε, εάν θέλετε να είστε πατριώτες της χώρας σας, αν θέλετε να γίνεται καθοδηγούσα δύναμη του έθνους». Οι κομμουνιστές – λέει ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ αμέσως μετά από αυτά τα λόγια του Στάλιν – δεν έχουν γίνει σήμερα μόνο οι πλέον συνεπείς, αλλά και οι μοναδικοί αληθινά συνεπείς μαχητές υπέρ της αληθινής δημοκρατίας και των εθνικών συμφερόντων της χώρας τους και της κυριαρχίας άλλων κρατών». [18]

Έτσι, ο Ι. Β. Στάλιν επισημαίνει: για να γίνουν οι κομμουνιστές καθοδηγούσα δύναμη του έθνους, οφείλουν να ανυψώσουν το λάβαρο της εθνικής ανεξαρτησίας και της εθνικής κυριαρχίας που έχει απεμπολήσει η αστική τάξη, «τώρα η αστική τάξη εκποιεί τα δίκαια και την ανεξαρτησία του έθνους αντί δολαρίων». Συνεπώς οι κομμουνιστές, κατά τον Ι. Β. Στάλιν  δεν αγωνίζονται υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας και της εθνικής κυριαρχίας μαζί με την αστική τάξη του έθνους τους, αλλά σε αντιπαράθεση με αυτήν. Σε αυτόν τον αγώνα η «δική μας» αστική τάξη δεν είναι σύμμαχος, αλλά αντίπαλος. Αυτό σημαίνει οι κομμουνιστές οφείλουν να βαδίζουν μπροστά, κατά τα λεγόμενα του Ι. Β. Στάλιν, προτάσσοντας αυτό το λάβαρο υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας και της εθνικής κυριαρχίας. Επικεφαλής! Και όχι στην ουρά! Χωρίς να απεμπολούν τους στρατηγικούς τους σκοπούς, από τις αρχές τους!

Η απουσία σαφούς ταξικής προσέγγισης κατά την εξέταση του ρωσικού κράτους κατά τη διάρκεια της «χιλιετούς» ιστορίας της Ρωσίας, η απουσία σαφούς ταξικής προσέγγισης του κράτους που υπάρχει σήμερα στη χώρα μας, η συναδέλφωση του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ με επιχειρηματίες (π.χ. αρχικά με τους Σεμάγκο και Ποντμπεριόσκιν και αργότερα με τον Σεμίγκιν), η υιοθέτηση και η οικειοποίηση της «εθνικής ιδέας της Ρωσίας», η ζιουγκανοφική σχέση προς την ορθόδοξη θρησκεία και εκκλησία – στοιχειοθετούν μεν μετά βεβαιότητος τη στοίχιση στην ουρά των μη κομμουνιστικών δυνάμεων, αλλά επ’ ουδενί λόγο  δεν είναι «αγώνας αρχών υπέρ της αληθινής δημοκρατίας και των εθνικών συμφερόντων της χώρας και άλλων κρατών».

Εάν επιχειρήσουμε μιαν εκτίμηση των αντιλήψεων του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ από την άποψη των τάξεων, στην κοσμοθεώρηση των οποίων αντιστοιχούν, οφείλουμε κατά την άποψή μας να επισημάνουμε ότι στο «Μανιφέστο της ΛΠΕΡ» εκείνο που εκφράζεται κατ’ εξοχήν είναι μια αντιστοιχία με την αγροτική  ιδεολογία και ακριβέστερα με την ιδεολογία του πατριαρχικού κοινοτικού αγροτικού κόσμου. Εδώ συμπεριλαμβάνεται και η επιδίωξη κάποιας απροσδιόριστης μεν, αλλά κοινής για όλους δικαιοσύνης, μιας συλλογικότητας και η απουσία αντίληψης περί της ταξικής φύσης του κράτους, η αντίληψη του κράτους ως θεσμού που δρα υπέρ του λαού εν γένει, για το συμφέρον του λαού εν γένει. Με αυτά συνδέεται και η πίστη στον καλό τσάρο πατερούλη και η αυταπάτη περί των κακών βογιάρων, οι οποίοι εμποδίζουν τον καλό τσάρο (θυμηθείτε την χαρακτηριστική αυταπάτη του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ περί πιθανών «καλών έργων» του Πούτιν). Τελικά εδώ συμπεριλαμβάνεται και η θρησκευτικότητα, η αντιμετώπιση της εκκλησίας ως οργάνωσης, στους κόλπους της οποίας (όπως και στο κράτος) μορφοποιείται, αλλά και πραγματώνεται η ηθικο – θρησκευτική κατάκτηση του «ύψιστου νοήματος της ύπαρξης του λαού» (Γ. Α. Ζιουγκάνοφ).

Η αναφορά μας στο προηγούμενο άρθρο στο γεγονός ότι ο Γ. Α. Ζιουγκάνοφ υιοθετεί τις θρησκευτικές θέσεις, προκάλεσε θύελλα αρνητικών αντιδράσεων, η θέση του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ έναντι της εκκλησίας και της θρησκείας προβάλλει μεταξύ των υπερασπιστών του πιο ανάγλυφα από τα όσα βλέπουμε στις διατυπώσεις του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ. Θα σταθούμε μόνο σε μερικά χαρακτηριστικά στερεότυπα.

Πρώτον, λέγεται ότι ο συγγραφέας του άρθρου περί του «Μεγάλου σχεδίου» του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ «έφτασε να παραθέτει ακόμα και τα λόγια του Μαρξ περί θρησκείας ως οπίου για τους λαούς» [έμφαση δική μου – Β. Β.]. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια στερεότυπη απουσία κατανόησης της σχέσης του Κ. Μαρξ και φυσικά, του πραγματικού μαρξισμού προς τη θρησκεία. Είναι εκπληκτικό! Αδυνατούν ακόμα και να αναγνώσουν προσεκτικά το χωρίο του Κ. Μαρξ! Ο Κ. Μαρξ γράφει σαφώς: «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού».[19] Όχι «για το λαό», αλλά «όπιο του λαού». Αυτή θα έλεγε κανείς η λεπτομέρεια, εμπεριέχει τη διαφορά μεταξύ αφενός προμαρξικής, μη μαρξιστικής αντίληψης της θρησκείας και μαρξιστικής αντίληψης αφετέρου.

Είναι οι γάλλοι διαφωτιστές εκείνοι που εξέταζαν τη θρησκεία ως κάτι το οποίο εισάγεται έξωθεν στο λαό, σαν να παρασκευάζεται αυτό το θρησκευτικό όπιο από κάποιον εκτός του λαού, αλλά για το λαό, ούτως ώστε να τον εξαπατήσει, να τον υποδουλώσει κ.ο.κ. Γι’ αυτό η απελευθέρωση από τη θρησκεία ανάγεται στην αποκάλυψη αυτού του χαρακτήρα της, στον διαφωτισμό του λαού, στην έλλογη κριτική της θρησκείας.

Ο Λ. Φόιερμπαχ είναι εκείνος που προσέγγισε περισσότερο την αντίληψη της θρησκείας «ο Φόιερμπαχ ξεκινάει από το γεγονός ότι η θρησκεία κάνει τον άνθρωπο ξένο προς τον εαυτό του, ότι ο κόσμος χωρίζεται σε έναν κόσμο θρησκευτικό που τον έχει ο άνθρωπος στις παραστάσεις του και έναν κόσμο πραγματικό. Η δουλειά τους συνίσταται στο να αναγάγει τον θρησκευτικό κόσμο στην γήινή του βάση»[20]. Ο Κ. Μαρξ παρέλαβε και ανάπτυξε το κεκτημένο του Λ. Φόιερμπαχ: «Η βάση της αντιθρησκευτικής κριτικής είναι: ο άνθρωπος κάνει τη θρησκεία, όχι η θρησκεία τον άνθρωπο. Βέβαια η θρησκεία είναι η αυτοσυνείδηση και η αυτοσυναίσθηση του ανθρώπου, που ακόμη δεν έχει βρει τον εαυτό του, ή που τον έχει ξαναχάσει [όπως συμβαίνει σήμερα σε πολλούς πολίτες της Ρωσίας – Β. Β.].  Ο άνθρωπος είναι ο κόσμος του ανθρώπου, το Κράτος, η κοινωνία. Το Κράτος αυτό, η κοινωνία αυτή, παράγουν τη θρησκεία, μιαν αντεστραμμένη συνείδηση του κόσμου, γιατί αυτά τα ίδια είναι ένας κόσμος αντεστραμμένος.[21] Η θρησκεία είναι η γενική θεωρία του κόσμου τούτου, η εγκυκλοπαιδική του συνόψιση, η εκλαϊκευμένη λογική του, το πνευματικό του point dhonneur[22], ο ενθουσιασμός του, η ηθική του κύρωση, το μεγαλοπρεπές του συμπλήρωμα, το καθολικό θεμέλιο της παραμυθίας του και της δικαίωσής του. Μετατρέπει σε φαντασιακή πραγματικότητα την ανθρώπινη ουσία, διότι η ανθρώπινη ουσία δεν διαθέτει αληθινή πραγματικότητα. Επομένως, αγώνας εναντίον της θρησκείας σημαίνει πλαγίως αγώνας εναντίον εκείνου του κόσμου, πνευματικό άρωμα του οποίου είναι η θρησκεία»[23].

            Στις «θέσεις για τον Φόιερμπαχ» ο Κ. Μαρξ διατυπώνει την ριζική διαφορά της δικής του σχέσης προς τη θρησκεία σε αντιδιαστολή με τη φοιερμπαχική: «δεν παρατηρεί ότι μετά την ολοκλήρωση αυτής της εργασίας [της αναγωγής της θρησκείας στη γήινη βάση της - Β.Β.] δε θα έχει ακόμα κάνει το βασικό. Και συγκεκριμένα το γεγονός ότι η γήινη βάση αποσπάται από τον ίδιο τον εαυτό της και μεταθέτει τον εαυτό της στα σύννεφα ως αυτοτελές βασίλειο, μπορεί να εξηγηθεί μόνο από την εσωτερική διάσπαση και την εσωτερική αντιφατικότητα αυτής της γήινης βάσης. Συνεπώς πρέπει αυτή η τελευταία να κατανοηθεί στην αντίφασή της, ώστε να επαναστατικοποιηθεί στη συνέχεια πρακτικά μέσω της εξάλειψης αυτής της αντίφασης. Συνεπώς  από τη στιγμή που έχει ανακαλυφθεί, λόγου χάρη ότι το μυστικό της αγίας οικογένειας έγκειται στη γήινη οικογένεια, η γήινη οικογένεια οφείλει να υποβληθεί σε θεωρητική κριτική και να μετασχηματιστεί πρακτικά».[24]

            Όσοι έχουν μάτια βλέπουν! Έχουμε λοιπόν μιαν αντίληψη περί θρησκείας ως «οπίου για τους λαούς» και  συγκλονιστική άγνοια (για έναν άνθρωπο, ο οποίος προβάλλεται με την αξίωση να είναι μαρξιστής και κομμουνιστής) και εκδήλωση μιας ιδεαλιστικής αντίληψης περί της ιστορίας.

            Δεύτερον. Μας αντιτείνουν ότι ο Γ.Α. Ζιουγκάνοφ δεν αναφέρεται στη θρησκεία ως πίστη στο θεό, αλλά στην ορθόδοξη εκκλησία:

            Η ορθόδοξη εκκλησία είναι ο μοναδικός κοινωνικός θεσμός, ο οποίος καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της Ρωσίας συσσώρευε και διατηρούσε όλες εκείνες τις αρχές και τις αξίες από τις εμφορούνταν οι άνθρωποι της Ρωσίας. Οι κομμουνιστές έχοντας απορρίψει την πίστη στον επέκεινα θεό [υπάρχει άραγε θεός αυτού του κόσμου; - Β.Β.], πήραν από τη θρησκεία το πιο πολύτιμο πράγμα που συσσώρευσε κατά τη διάρκεια όλης της ιστορίας. Ο ηθικός κώδικας του οικοδόμου του κομμουνισμού συνιστά πρακτικά πλήρη επανάληψη του κηρύγματος του Χριστού. Σήμερα που εγείρονται εκ νέου στο προσκήνιο ζητήματα του ήθους και της ηθικής που πρακτικά όλοι οι κοινωνικοί θεσμοί, οι οποίοι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης: το σχολείο, η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και ο τύπος κατέληξαν να βρίσκονται υπό την επίδραση εχθρών της Πατρίδας μας, η Ορθόδοξη Εκκλησία ανεδείχθη εκ νέου σε μια εκ των ελαχίστων νησίδων (μαζί με τον αριστερό πατριωτικό τύπο), στην οποία διατηρήθηκαν οι αρχές των ηθών και της ηθικής του ρωσικού λαού σε απαράλλαχτη, σε άθικτη μορφή. Και εάν η σφαίρα επιρροής του αριστερού τύπου είναι σαφώς ολιγάριθμη και προς το παρόν περιορίζεται στους αριστερούς ψηφοφόρους, εάν προς το παρόν βρίσκει μετά δυσκολίας το δρόμο προς την κύρια μάζα του πληθυσμού, η Εκκλησία «δουλεύει» ακριβώς με εκείνη τη μάζα του πληθυσμού, η οποία σήμερα προς το παρόν ακόμα δεν έχει στραφεί προς εμάς. Και είναι ακριβώς εκείνη που εξακολουθεί να σπείρει τις αρχές εκείνες, οι οποίες διατυπώνονται τόσο στα κηρύγματα του Χριστού, όσο και στον Ηθικό κώδικα του οικοδόμου του κομμουνισμού.

            Όλα αυτά προβάλλονται ως νέα, ζιουγκανοφική κατεύθυνση η οποία εμπλουτίζει τον μαρξισμό με μια διδασκαλία περί συνειδητής συμμετοχής των μαζών στη μετάβαση στη νέα κοινωνία και εξετάζει λεπτομερέστερα και περιεκτικά την επίδραση του πνευματικού παράγοντα σ’ αυτή την περίπλοκη ιστορική διαδικασία.

Ενώ οι αντίπαλοι της  «ζιουγκανοφικής κατεύθυνσης», «κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου» κάπου στα όρια μεταξύ 19ου και 20ου αιώνα.

Οι θεμελιώδεις θέσεις σε όλο αυτό το …, εδώ δυσκολευόμαστε με τον ορισμό, είναι ως εξής:

·         η Ορθόδοξη Εκκλησία διατηρεί τις ηθικές αξίες από τις οποίες εμφορούταν ο ρωσικός λαός καθ’ όλη την ιστορία του.

·        η Ορθόδοξη Εκκλησία διατηρεί τις ηθικές αξίες του ρωσικού λαού σε απαράλλακτη, άθικτη μορφή.

·        Ακριβώς η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αυτή που σπείρει αρχές κοινές στα κηρύγματα του Χρηστού και στον ηθικό κώδικα του οικοδόμου του κομμουνισμού, και μάλιστα η σπορά της αυτή αγγίζει και τις μάζες εκείνες οι οποίες επί του παρόντος δεν έχουν στραφεί στην αριστερή αντιπολίτευση.

Ποια είναι όμως η ηθική την οποία διατηρεί και «σπείρει» η Ορθόδοξη Εκκλησία; Μήπως κάποια ηθική αποκαθηρμένη «από την πίστη στον θεό»; Όχι βέβαια. Ακόμα και εάν «σπείρει» κάποια ηθική, πρόκειται για θρησκευτική ηθική, για μιαν ηθική που θεμελιώνεται στην πίστη στο θεό.

Εάν αναγνωρίζει κανείς, ότι ακριβώς η Ορθόδοξη Εκκλησία «σπείρει» την ίδια ηθική με αυτή που διατυπώνεται στον Ηθικό κώδικα του οικοδόμου του κομμουνισμού (ειρήσθω εν τη παρόδω, σε ένα έργο ιδιαίτερα αμφίβολης από μαρξιστικής πλευράς σημασίας, για το οποίο πρέπει να γίνει ξεχωριστή αναφορά) σημαίνει ακριβώς ότι προτείνεται ως κομμουνιστική ηθική η θρησκευτική ηθική, γεγονός το οποίο ως προς την ουσία του δεν έχει τίποτε το κοινό με την επιστημονική κομμουνιστική αντίληψη. Τότε πρέπει να δηλωθεί ευθέως και ανοικτά ότι ο όλος «νεωτερισμός» της ζιουγκανοφικής κατεύθυνσης έγκειται στο γεγονός ότι αυτή έτεκεν ένα χριστιανικό κομμουνισμό, και για την ακρίβεια ένα κομμουνισμό της ορθοδοξίας. Τέτοιου είδους «κομμουνισμός» μπορεί βέβαια να δηλώνει την παρουσία του, μόνο που δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον μαρξισμό και τον επιστημονικά εννοούμενο κομμουνισμό. Στην πρακτική και στα πλαίσια της τακτικής είναι εφικτές οι μεν είτε οι δε συμφωνίες με τέτοιου τύπου «κομμουνισμό», ωστόσο οι στρατηγικοί σκοποί μαρξιστών και χριστιανών, εν τοιαύτη περιπτώσει ορθοδόξων κομμουνιστών διίστανται ριζικά.

Η εκκλησία, όσο παραμένει εκκλησία, δεν μπορεί να απαρνηθεί τη θρησκευτική ηθική, την ηθική που εδράζεται στην θρησκεία, στην πίστη στο θεό. Η θρησκεία, η πίστη στο θεό, δεν συνιστά το εξωτερικό περίβλημα της θρησκευτικής ηθικής. Η θρησκεία διατρέχει αυτή την ηθική και είναι με αυτήν εσωτερικά ενιαία. Μόνο βάσει μιας επιφανειακής αντίληψης της θρησκείας ως «οπίου για το λαό» μπορεί κανείς να καταλήξει στη σκέψη ότι δήθεν η θρησκευτικότητα στην ηθική που  κηρύσσει η εκκλησία είναι κάτι εντελώς ασήμαντο, ότι δήθεν μπορείτε απλώς να την εκτοπίσετε και …ορίστε μπροστά σας μια κομμουνιστική ηθική σε έτοιμη μορφή.

Η θρησκευτική ηθική είναι μια ηθική που ανέκυψε στο έδαφος του κόσμου της αλλοτρίωσης, είναι γέννημα αυτού του κόσμου ως αλλοτριωμένη μορφή και ως μορφή που τον καθαγιάζει. Η θέση του μαρξισμού είναι η θέση του αγώνα εναντίον του κόσμου της αλλοτρίωσης, για την εξάλειψη των διαφόρων μορφών αλλοτρίωσης, συμπεριλαμβανομένης και της θρησκευτικής ηθικής.

Η θρησκευτική ηθική είναι μια μορφή της θρησκευτικής κοινωνικής συνείδησης, μια ηθική που καθορίζεται από τη θρησκεία. Είναι ακριβώς η θρησκεία αυτή που παρέχει το περιεχόμενο αυτής της ηθικής. Η θρησκεία είναι μεν καρδιά, αλλά είναι «η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου», συνιστά διαμαρτυρία εναντίον αυτού του κόσμου και αποδοχή του.

«Η υπέρβαση της θρησκείας ως απατηλής ευτυχίας του λαού συνιστά την απαίτηση της πραγματικής του ευτυχίας. Η απαίτηση της απόρριψης των αυταπατών περί της θέσεώς του συνιστά απαίτηση της απόρριψης μιας τέτοιας κατάστασης, η οποία έχει ανάγκη από αυταπάτες. Η κριτική της θρησκείας είναι συνεπώς εν σπέρματι η κριτική εκείνης της κοιλάδας των δακρύων, το φωτοστέφανο της οποίας αποτελεί η θρησκεία».[25]

Η θρησκεία καθαγιάζει αυτή την «κοιλάδα των δακρύων», αλλά δεν οδηγεί στην ανατροπή και υπέρβασή της. Η θρησκευτική ηθική εμπεριέχει ουσιαστικά θρησκευτικά κίνητρα συμπεριφοράς, θρησκευτικές αξίες, θρησκευτικά ιδεώδη κ.λ.π. κ.ο.κ. Όλα αυτά διαφέρουν κατ’ αρχήν από τα κίνητρα, τις αξίες, τα ιδεώδη κ.ο.κ. της ηθικής εκείνης, η οποία είναι μέρος του κινήματος που κατευθύνεται στην πραγματική εξάλειψη της «κοιλάδας των δακρύων», στην επίτευξη όχι μιας ψευδαίσθησης ευτυχίας, αλλά της πραγματικής ευτυχίας του λαού, δηλαδή της κομμουνιστικής ηθικής.

Με λίγα λόγια περί του τρόπου με τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία σπείρει «κομμουνιστική ηθική», αλλά και περί του νεωτερισμού τον οποίο εισάγει η «ζιουγκανοφική κατεύθυνση» μπορεί να γίνεται λόγος μόνον υπό την επήρεια ικανής χρήσεως ψυχοτρόπου «οπίου για το λαό». Πολλώ μάλλον δε αυτό αφορά την αρτιότητα της «ζιουγκανοφικής κατεύθυνσης». Μπερδεύοντας την κατεύθυνση της ιστορίας μπορεί κανείς να ξυπνήσει εντός σπηλαίου…

 

 

 

Μετάφραση από το ρωσικό πρωτότυπο: Δ. Πατέλης, Π. Ματέρη, Μ. Δαφέρμος.

 

 

 



* Πρόκειται για το κείμενο: Το μεγάλο σχέδιο του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ και ο Μαρξισμός (βλ. ΟΥΤΟΠΙΑ Νο 32, 11-12/1998), το οποίο πυροδότησε ευρεία και έντονη πολεμική αναφορικά με την σχέση στρατηγικής και τακτικής, τις μορφές πάλης, τη σχέση επανάστασης – μεταρρύθμισης, το εθνικό ζήτημα, τη γεωπολιτική και την ορθοδοξία στο λόγο που αρθρώνει η αριστερά της Ρωσίας και στην πολιτική που ασκεί. –σ.τ.μ.

[1] Συχνά ακούμε και διαβάζουμε (κατά κύριο λόγο στα «δημοκρατικά» ΜΜΕ): δεν μας χρειάζονται οι διάφοροι «-ισμοί», σοσιαλισμός και κεφαλαιοκρατία είναι ιδεολογικοί μύθοι. Παρόμοιοι ισχυρισμοί είναι είτε ανοησία, είτε αναισχυντία. «Κεφαλαιοκρατία» και «σοσιαλισμός» είναι έννοιες οι οποίες αντανακλούν ριζικά διαφορετικά καθεστώτα, τρόπους συγκρότησης του συνόλου της κοινωνίας, σε όλους τους τομείς της. Οι εν λόγω ριζικές διαφορές αφορούν επίσης και τους τρόπους ζωής, της αντιλήψεις περί ευτυχίας, περί αξιών της ζωής κ.λ.π. κοκ.

[2] «Κομσομόλος (μέλος της Ένωσης Κομμουνιστικής Νεολαίας) της Μόσχας» - σ.τ.μ.

[3] «Αλήθεια της ΚΟΜΣΟΜΟΛ» - σ.τ.μ.

[4] «Μανιφέστο της ΛΠΕΡ»

[5] Στο ίδιο.

[6] Στο ίδιο.

[7] Κ. Μαρξ . Η αθλιότητα της φιλοσοφίας. Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Έργα, 2η έκδοση, τ.4, σελ. 137-138.

[8] Στο ίδιο. Τ.3, σ. 70-71.

[9] Στο ίδιο, σ. 38 [βλ. και την ελληνική μετάφρ. Εκδ. Guttenberg, τ.1,σ. 88-89]

[10] Παρατίθεται από την «Σοβιετική Ρωσία» 30.10.2001.

[11] Φ. Ένγκελς. Η καταγωγή της οικογένειας, του κράτους και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Έργα, 2η έκδοση, τ.21, σελ. 171.

[12] Από την εισήγηση του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ «στην υπηρεσία του λαού και της πατρίδας», προς το 32ο συνέδριο της ΕΚΚ – ΚΚΣΕ. «Σοβιετική Ρωσία», 30.10.2001.

* Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών. Είναι η χαλαρή και απροσδιόριστη ένωση των τέως Ενωσιακών Δημοκρατιών της ΕΣΣΔ πλην Βαλτικών χωρών. – σ.τ.μ.

* * πρόκειται για τα λεγόμενα κυβερνητικά ή προεδρικά κόμματα – σ.τ.μ.

[13] Στο ίδιο.

[14] Μ. Ν. Μιρόνοφ. Κοινωνική ιστορία της Ρωσίας. Μ., 2000. Τ. 1, σ. 483.

[15] Συλλογή στατιστικών στοιχείων της ΕΣΣΔ. 1918-1923. Μ., 1924. σ. 98.

* Θα ήταν σκόπιμο να επισημάνουμε, ότι παρόμοιες συγχύσεις είναι ευρύτατα διαδεδομένες μέχρι σήμερα και σε σημαντικό μέρος της καθ’ ημάς αριστεράς. Φερ’ ειπείν σημαντικό μέρος της ( τροτσκιστικής αναφοράς και όχι μόνο) διανόησης, εξέλαβε την απροκάλυπτη πολιτική επικράτηση της αστικής αντεπανάστασης και της κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης στην ΕΣΣΔ και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες ως επανάσταση! Η σύγχυση αυτή αναπαράγεται ποικιλοτρόπως μέχρι σήμερα υπό την επίδραση της απογοήτευσης, της ψυχολογίας των ματαιώσεων και της ήττας, αλλά και των κυρίαρχων αγοραίων αστικών αντιλήψεων, κατά τις οποίες η διάλυση, η διαφθορά, τα εκφυλιστικά φαινόμενα, η εξαθλίωση κ.λ.π. που χαρακτηρίζουν τις κοινωνίες των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» μετά την αντεπανάσταση και τη δρομολόγηση της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, αποδίδονται ταχυδακτυλουργικά στον ίδιο το σοσιαλισμό ως θεωρία και πράξη και στις νικηφόρες σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ου αιώνα. Στα πλαίσια αυτής της σύγχυσης είναι αδύνατον να αντιληφθεί κανείς την αντιφατική δυναμική επανάστασης – αντεπανάστασης στην ιστορία, αλλά και το γεγονός ότι τα ιστορικά κεκτημένα αυτών των νικηφόρων επαναστάσεων στις σχέσεις παραγωγής κ.λ.π. θα μπορούσαν να ανατραπούν μόνο μέσω ριζικής αντεπανάστασης, με συνακόλουθη διάλυση του κοινωνικού ιστού, που επέφερε πρωτόγνωρη καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων και ιδιαίτερα των ανθρώπων αυτών των χωρών. Η αδυναμία συνειδητοποίησης της διαφοράς μεταξύ επανάστασης και αντεπανάστασης, είναι σημαντικότατο σύμπτωμα κρίσης και σήψης της αριστεράς της ήττας. – σ.τ.μ.

[16] Εδώ δεν εκφράζουμε τη σχέση μας προς την δραστηριότητα του Τρότσκι.

[17] Εδώ χρησιμοποιούμε τη λέξη με την ευρεία, την καθημερινή έννοια, υπό την οποία δεν υπονοείται μόνο το έθνος, αλλά και ο λαός, η φυλή κ.ο.κ.

[18] «Σοβιετική Ρωσία» 30-10-2001.

[19] Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Έργα Τ. 1, σ. 415.

[20] Στο ίδιο. Θέσεις για τον Φόιερμπαχ. Τ. 3, σ. 2.

[21] Ο «αντεστραμμένος κόσμος» γεννά μιαν αντεστραμμένη, στην παρούσα περίπτωση θρησκευτική κοσμοθεώρηση – Β. Β.

[22] ζήτημα τιμής – σ.τ.μ.

[23] К. Мαρξ και Φ. Ένγκελς. Έργα Ρωσ. Εκδ. τ.1. σελ. 414-415. (Στην ελληνική βλ. Κ. Μαρξ. Κριτική της εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, μετ. Μπ. Λυκούδη, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα1978, σελ. 17 - 18. - σ.τ.μ).

[24] Θέσεις για το Φόιερμπαχ. Στο ίδιο. Τ. 3, σ. 2.

[25] К. Мαρξ και Φ. Ένγκελς. Έργα Ρωσ. Εκδ. τ.1. σελ. 415. (Στην ελληνική βλ. Κ. Μαρξ. Κριτική της εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, μετ. Μπ. Λυκούδη, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα1978, σελ. 18. - σ.τ.μ).

 

1